Η γαλλική πρόταση απεμπλοκής και ο Γερμανικός άξονας των καθυστερήσεων

Η γαλλική πρόταση απεμπλοκής και ο Γερμανικός άξονας των καθυστερήσεων

Του Βασίλη Γεώργα

Μια νέα συμβιβαστική πρόταση που περιλαμβάνει προληπτική νομοθέτηση μέτρων αλλά απόσυρσή τους εφόσον η Ελλάδα επιτύχει τους στόχους για τα πρωτογενή πλεονάσματα του 2018 και του 2019, έχουν υποβάλει οι Γάλλοι μέσω του Pierre Moscovici στην ελληνική κυβέρνηση, το Βερολίνο και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.

Η πρόταση επιχειρεί να συγκεράσει όλες τις αντικρουόμενες θέσεις, καθώς από τη μια προϋποθέτει ψήφιση περικοπών στις συντάξεις και στο αφορολόγητο προκειμένου να διασφαλιστεί η χρηματοδοτική συμμετοχή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, και από την άλλη βάζει επίσημα στο τραπέζι τη δρομολόγηση των μεσοπρόθεσμων παρεμβάσεων για τη διευθέτηση του ελληνικού χρέους.

Η ψήφιση των μέτρων θα πρέπει να γίνει άμεσα και θα προβλέπεται περικοπή του αφορολόγητου για το 2018 και κατάργηση της προσωπικής διαφοράς από το 2019, αλλά καμία από τις δύο παρεμβάσεις δεν θα έχει ισχύ εφόσον η Ελλάδα επιτύχει τον στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% τις δύο αυτές χρονιές και μετέπειτα. Προβλέπει παράλληλα πως η συζήτηση για την ενεργοποίηση μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος θα ξεκινήσει άμεσα και η πρόθεση των δανειστών θα καταγραφεί στο επίσημο κείμενο συμπερασμάτων του Eurogroup ώστε παράλληλα να δοθεί η δυνατότητα τόσο στο ΔΝΤ όσο και στην ΕΚΤ να συντάξουν ευνοϊκές εκθέσεις για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους και εν συνεχεία η ΕΚΤ να εγκρίνει την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στην ποσοτική χαλάρωση.

Πρόκειται για μια συμβιβαστική πρόταση που με τα σημερινά δεδομένα δεν μπορεί κανείς να είναι βέβαιος πως θα γίνει αποδεκτή. Η ελληνική κυβέρνηση επιμένει στην άποψη της ότι δεν θα αποδεχτεί επ ουδενί προκαταβολική ψήφιση μέτρων από την ελληνική βουλή. Στη σημερινή συνέντευξή του στην Εφ.Συν ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας επισημαίνει πως «έχουμε δηλώσει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ότι δεν υπάρχει περίπτωση να νομοθετήσουμε ούτε ένα ευρώ επί πλέον μέτρα από όσα προβλέπει η συμφωνία και, πολύ περισσότερο, για την περίοδο μετά το τέλος του προγράμματος. Και επιτρέψτε μου να σας πω: Το αίτημα νομοθέτησης επιπλέον μέτρων και, μάλιστα, υπό αίρεση, δεν είναι μόνο ξένο προς το ελληνικό Σύνταγμα. Είναι ξένο και προς τους κανόνες της δημοκρατίας, είναι ξένο προς το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Σε μια ευνομούμενη ευρωπαϊκή Δημοκρατία, αυτό δεν επιτρέπεται ούτε καν να το ζητάει κανείς.

Αντίστοιχη αρνητική θέση ως προς την δρομολόγηση ενεργειών για την περαιτέρω διευθέτηση του ελληνικού χρέους μετά το 2018 τηρεί και το Βερολίνο το οποίο έχει δηλώσει ότι οποιεσδήποτε παρεμβάσεις στο πλαίσιο των μεσοπρόθεσμων μέτρων θα εξεταστούν το 2018 και υπό τον όρο ότι θα χρειαστούν. Η γερμανική στάση επί της συμβιβαστικής πρότασης των Γάλλων θα είναι αυτή που εν πολλοίς θα κρίνει αν μέσα στον επόμενο μήνα θα έχουν διαμορφωθεί προϋποθέσεις για συμφωνία. Η κυβέρνηση Merkel έχει αντικειμενική δυσκολία να ανάψει το πράσινο φως σε μέτρα περαιτέρω ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους καθώς βρίσκεται αντιμέτωπη με την άνοδο του ακροδεξιού AfD στη Γερμανία με ποσοστά που σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις φτάνουν στο 15% και «κλέβουν» ψηφοφόρους από το CDU. Βρίσκεται συνεπώς σε εξαιρετικά δύσκολη θέση να λάβει οποιαδήποτε απόφαση υπέρ της Ελλάδας και ως εκ τούτου ο Wolfgang Schaeuble θα είναι ο μεγάλος άγνωστος Χ και εκείνος που τελικά θα λάβει την τελική απόφαση να εγκαταλείψει την πολιτική των καθυστερήσεων και να επιταχύνει τις συζητήσεις για μια τελική συμφωνία.

Υπάρχουν αντικειμενικά αρκετές πιθανότητες να επιτευχθεί μέχρι το τέλος Φεβρουαρίου μια συμφωνία που θα περιλαμβάνει ψήφιση μέτρων από την ελληνική κυβέρνηση με «αντάλλαγμα» μια ισχυρή δέσμευση δρομολόγησης των μεσοπρόθεσμων ενεργειών περαιτέρω μείωσης του χρέους. Δεν είναι όμως ακόμη τέτοιες ώστε να μπορεί κανείς να μιλήσει για βέβαιη συμφωνία.

Ήδη εξετάζονται διάφορες άλλες εναλλακτικές με κυριότερη πλέον το σπάσιμο των συζητήσεων στα δύο προς αποφυγή μιας πιθανής χρεοκοπίας της Ελλάδας τον Ιούλιο. Στο σενάριο αυτό θα ολοκληρωθούν άμεσα οι συζητήσεις που αφορούν μόνο το σκέλος της δεύτερης αξιολόγησης ώστε η Ελλάδα να μπορεί να λάβει τη δόση των 6,1 δισ. ευρώ  για να πληρώσει τις υποχρεώσεις της προς τον ESM, την EKT και ιδιώτες επενδυτές μέχρι τον Ιούλιο, και εν συνεχεία να ξεκινήσουν νέες συζητήσεις μετά τις γερμανικές εκλογές για τα μέτρα που απαιτούνται την περίοδο μετά το 2018, την συμμετοχή του ΔΝΤ και τη διευθέτηση του χρέους.

Το σενάριο αυτό, ενώ πετά λίγο πιο μακριά το τενεκεδάκι των δύσκολων αποφάσεων, συνεπάγεται στην ουσία την μερική κατάρρευση του προγράμματος καθώς χωρίς καθαρό διάδρομο και ένταξη στο QE η ελληνική οικονομία ακόμη και αν αποφύγει τη χρεοκοπία, είναι ανέφικτο να επιτύχει τους στόχους που έχουν τεθεί για την ανάπτυξη και την ανάκτηση της εμπιστοσύνης.