Του Βασίλη Γεώργα
Το 2014 η τότε κυβέρνηση έχασε την τελευταία ευκαιρία που είχε η Ελλάδα να υποβάλει αίτημα για τη δημιουργία Bad Bank με δημόσια συμμετοχή για τα κόκκινα δάνεια. Η Ιταλία ήταν η τελευταία χώρα που κατάφερε να πάρει τέτοια άδεια και κάνει ό,τι μπορεί για να την αξιοποιήσει σήμερα. Ήλπιζε τότε η κυβέρνηση υπό την απορριπτική πίεση και των δανειστών που θεωρούσαν δαπανηρή για τα δημόσια οικονομικά τη χρηματοδοτική εμπλοκή του κράτους στη διαχείριση των δανείων, ότι ο «Νόμος Δένδια» για ενιαία διευθέτηση οφειλών και γρήγορες διαδικασίες εκκαθάρισης, θα ήταν η λύση για όλα τα προβλήματα της φούσκας των επιχειρηματικών δανείων. Οι εκτιμήσεις, όμως έπεσαν έξω καθώς μόλις 3 από τις περίπου 100 επιχειρήσεις που προσπάθησαν να τον αξιοποιήσουν, κατάφεραν να ενταχθούν. Οι τρεις αυτές επιχειρήσεις δεν είναι γνωστές ακόμη και σήμερα ούτε ξέρουμε αν έλυσαν τα προβλήματά τους. Η ευρωπαϊκή οδηγία EBRD που ακολούθησε στη συνέχεια, απαγόρευσε τη δυνατότητα αυτή, να δημιουργούνται δηλαδή στην Ε.Ε «κακές τράπεζες» με δημόσια συμμετοχή, και προέκρινε την ενεργητική διαχείριση των κόκκινων δανείων μεταξύ τραπεζών-δανειοληπτών και funds όπως γίνεται πια στην Ελλάδα, την Κύπρο και αλλού.
Την πρόταση, όμως, για Bad Bank με τη συμμετοχή ιδιωτικών κεφαλαίων επαναφέρουν τώρα σε επιτακτικό τόνο οι τραπεζίτες διαβλέποντας ότι τα προβλήματα στα κόκκινα δάνεια δεν μπορούν να ξεπεραστούν εύκολα και σε χρόνο τέτοιο που να επιτρέπει να επιτευχθεί τόσο γρήγορα ο στόχος για μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων κατά τουλάχιστον 40 δισ. ευρώ μέχρι το 2019. Ειδικά μάλιστα χωρίς να προκληθούν μεγάλες ζημιές στους ισολογισμούς των τραπεζών από τις πωλήσεις δανείων σε χαμηλές τιμές.
Η λογική δημιουργίας μιας κακής τράπεζας είναι να οικοδομηθεί μια μεγάλη «αποθήκη» κόκκινων επιχειρηματικών δανείων - κοινών όπου υπάρχει η δυνατότητα μεταξύ τραπεζών- τα οποία θα μεταβιβάζονται σε καλύτερες τιμές σε σχέση με αυτές που προσφέρει η αγορά σε κάθε τράπεζα ξεχωριστά. Με την Bad Bank οι τράπεζες θα μπορούσαν ευκολότερα να ξεφορτωθούν προβληματικά δάνεια από τους ισολογισμούς τους και σε αποτιμήσεις πιο ευνοϊκές από όσο προσφέρουν τα distress funds, ενώ θα υπήρχε η δυνατότητα εκπόνησης συγκροτημένων σχεδίων αναδιάρθρωσης για βιώσιμων επιχειρήσεων.
Η δυνατότητα αυτή αποτελεί μια λύση που ενδεχομένως να τη δούμε στο μέλλον, ειδικά αν δεν «περπατήσει» ούτε ο νέος νόμος εξωδικαστικής και ενιαίας διευθέτησης οφειλών στον οποίο κυβέρνηση και τραπεζίτες δείχνουν να εναποθέτουν μεγάλες ελπίδες .
Αναγκαία προϋπόθεση, όμως, για να δημιουργηθεί μια Bad Bank στο μέλλον είναι να βρεθούν λεφτά. Χρειάζονται αρκετά δισεκατομμύρια ευρώ προκειμένου να στηθεί μια «αξιοπρεπής» κακή τράπεζα και εν συνεχεία μέσω μόχλευσης να μπορεί να αγοράσει από τις τράπεζες προβληματικά δάνεια. Η λύση μπορεί να δοθεί πρακτικά από τρεις πηγές: από τις τράπεζες και τους ιδιώτες μετόχους τους εφόσον κρίνουν ότι μπορούν να βάλουν το χέρι στην τσέπη, από τη συνεργασία με κάποια από τα μεγάλα funds που έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον να δραστηριοποιηθούν στην ελληνική αγορά, και από την χρηματοδοτική συμβολή του Ταμείου Χρηματοδοτικής Σταθερότητας το οποίο διατηρεί σημαντικά μερίδια ελέγχου σε τρεις από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες.
Απέχουμε σημαντικά από αυτό το σημείο, ωστόσο η κοινή πλατφόρμα διαχείρισης κόκκινων επιχειρηματικών δανείων που έχει ξεκινήσει να στήνεται σε συνεργασία με την KKR μεταξύ των τραπεζών Alpha και Eurobank, με την προοπτική συμμετοχής και της Πειραιώς, είναι πιθανόν να αποτελέσει το πρώτο βήμα. Για να υπάρξει, όμως, πραγματική Bad Bank στην Ελλάδα θα χρειαστεί να μπουν «πραγματικά» λεφτά τα οποία κανείς δεν έχει αποφασίσει να ρίξει ακόμη, ούτε μπορεί κανείς να ποντάρει σήμερα στην υπόθεση ότι θα συναινούσαν οι πιστωτές σε μια πρόταση αξιοποίησης μέρους των περίπου 20 δισ. ευρώ που «περίσσεψαν» από την τελευταία ανακεφαλαιοποίηση ή της χρηματοδότησής της κακής τράπεζας από το ΤΧΣ.