Του Προκόπη Χατζηνικολάου
Χθες ανακοινώθηκαν δύο στοιχεία που αφορούν την εμπιστοσύνη στην ελληνική Οικονομίας. Το πρώτο στοιχείο έρχεται από το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών(ΙΟΒΕ) που δείχνει την επιδείνωση του οικονομικού κλίματος χωρίς μάλιστα να έχει αλλάξει κάτι στην ελληνική οικονομία. Συνδέεται αποκλειστικά με την σκανδαλολογία, την έλλειψη συναίνεσης αλλά και την ασάφεια γύρω από τους όρους χρηματοδότησης της χώρας μετά τη λήξη του τρέχοντος προγράμματος.
Το δεύτερο στοιχείο αφορά στον δείκτη PMI (Purchasing Managers' Index), ο οποίος δείχνει ότι η επιχειρηματική εμπιστοσύνη συνέχισε να αυξάνεται καταγράφοντας τιμή-ρεκόρ τον Μάρτιο και στηρίζοντας την αύξηση της απασχόλησης.
Μετά από τις δύο αυτές ανακοινώσεις η κυβέρνηση διά του οικονομικού επιτελείου αποφάσισε για πρώτη φορά να εκδώσει σχετική ανακοίνωση που να αναφέρεται στα αποτελέσματα όπως αυτά καταγράφονται στον δείκτη PMI, σημειώνοντας μάλιστα ότι: «Τα μηνύματα αυτά δεν αποτελούν μεμονωμένα γεγονότα. Στηρίζονται στην πολυμέτωπη πρόοδο που καταγράφεται στην ελληνική οικονομία και ενισχύουν τις θετικές προοπτικές για το 2018».
Ωστόσο, αγνόησε τον δείκτη οικονομικού κλίματος του ΙΟΒΕ, σαν να μην υπήρχε. Επέλεξε να «διαδώσει» τα καλά νέα και να αποκρύψει τα χειρότερα, τα οποία βιώνουν οι ελληνικές επιχειρήσεις και γενικότερα η ελληνική κοινωνία. Απέφυγε να μιλήσει για το 67% των καταναλωτών που δηλώνει ότι «μόλις τα βγάζει πέρα» και ότι το 89% των νοικοκυριών δεν θεωρεί πιθανή την αποταμίευση στο επόμενο 12μηνο.
Σύμφωνα λοιπόν με τον δείκτη οικονομικού κλίματος, τον Μάρτιο διακόπτεται η ανοδική τροχιά των τελευταίων μηνών και υποχωρεί σε χαμηλότερα επίπεδα, στις 99,8 (από 104,3) μονάδες. Η εξέλιξη αυτή είναι αποτέλεσμα της σημαντικής εξασθένησης των επιχειρηματικών προσδοκιών σε όλους τους επιμέρους τομείς της οικονομίας, οι οποίες άλλωστε ήταν και αυτές που είχαν δώσει μια δυναμική ανόδου το προηγούμενο διάστημα. Αν και δεν έχει προκύψει κάποια ιδιαίτερα δυσμενής εξέλιξη στην οικονομία κατά το προηγούμενο μήνα, αντίθετα η ζήτηση για αγαθά και υπηρεσίες παραμένει ισχυρή από το εξωτερικό της χώρας, είναι πιθανόν αυτή η διόρθωση να συνδέεται με την αβεβαιότητα που αναπτύσσεται σε ευρύτερα θέματα εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής.
Εξάλλου, ο συνδυασμός, από τη μια πλευρά, της συνεχιζόμενης επίπτωσης των φορολογικών και ασφαλιστικών υποχρεώσεων, και, από την άλλη, η εντεινόμενη έλλειψη σαφήνειας και συναίνεσης για τους όρους χρηματοδότησης της χώρας μετά τη λήξη του τρέχοντος προγράμματος, προκαλεί προβληματισμό και λειτουργεί ανασχετικά στη δυναμική επιτάχυνσης της ανάπτυξης. Μένει να διαπιστωθεί αν αυτή η εξέλιξη θα είναι συγκυριακή ή θα διαμορφωθεί σε τάση, τους επόμενους μήνες.
Σημειώνεται ότι Έλληνες καταναλωτές παραμένουν οι πλέον απαισιόδοξοι στην ΕΕ, ενώ από τις υπόλοιπες χώρες ακολουθούν η Βουλγαρία (-22,2 από -21,6), η Ρουμανία (-24,5 από -26,5), η Κροατία (-12,3 από -8,7) και η Λιθουανία (-7,9). Ο μέσος δείκτης στην ΕΕ διαμορφώθηκε εκ νέου στις -0,3 μονάδες και στην Ευρωζώνη στις +0,1 μονάδες. Ανοδική τάση σημειώνεται τον Μάρτιο σε 10 (από 11 τον Φεβρουάριο) χώρες, ενώ θετικό πρόσημο διατηρούν 14 χώρες: οι σκανδιναβικές (Δανία, Σουηδία, Φινλανδία), το Λουξεμβούργο, η Τσεχία, η Γερμανία, η Μάλτα, η Ολλανδία, η Αυστρία, η Πορτογαλία, η Κύπρος και η Ιρλανδία, η Σλοβενία και το Βέλγιο.