Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Μπορεί οι ελληνικές τράπεζες να γλίτωσαν από το «σύνδρομο Monte Paschi», ξεπερνώντας το εμπόδιο των stress tests, ωστόσο παραμένουν εγκλωβισμένες σε έναν πολιτικοοικονομικό λαβύρινθο, η έξοδος από τον οποίο περνάει από τις… διαθέσεις της ελληνικής κυβέρνησης.
Κανείς δεν περίμενε να έχουμε… δράματα, όπως συνέβη με την ιστορική ιταλική τράπεζα το καλοκαίρι του 2016, όταν εμφάνισε αρνητικό δείκτη CET1 στο δυσμενές σενάριο της πανευρωπαϊκής άσκησης, οδηγούμενη ουσιαστικά σε καθεστώς χρεοκοπίας. Όμως, οι φήμες που ακούστηκαν τους τελευταίους μήνες αποδεικνύουν ότι ο εγχώριος τραπεζικός κλάδος έχει ακόμη πολύ δρόμο για να «ηρεμήσει».
Τα ελληνικά stress tests στέλνουν ένα ξεκάθαρο μήνυμα: Όσο η οικονομία «τρέχει» και οι τράπεζες συμμορφώνονται με την υλοποίηση των σχεδίων αναδιάρθρωσης (βλ. πώληση Εθνικής Ασφαλιστικής) και την επίτευξη των στόχων μείωσης των «κόκκινων» δανείων (με ταχύτερες πωλήσεις, πλειστηριασμούς), η ΕΚΤ δεν θα ζητάει να γίνουν άμεσες και αναγκαστικές κινήσεις κεφαλαιακής ενίσχυσης.
Αυτό είναι και το μήνυμα που θα κομίσει η επικεφαλής του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (SSM) της ΕΚΤ, Ντανιέλ Νουί. Σύμφωνα με πληροφορίες του liberal.gr, η κ. Νουί θα μεταφέρει στις τραπεζικές διοικήσεις τη βασική οδηγία του Μάριο Ντράγκι, που είναι να τρέξουν πέντε φορές ταχύτερα τη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων.
Γιατί σήμερα ούτε η οικονομία τρέχει, ούτε έχουν υλοποιηθεί εγκαίρως και κατά γράμμα οι δεσμεύσεις των τραπεζών.
Αν, από την πλευρά του, ο Αλέξης Τσίπρας επιμείνει να συγκρατεί την ανάπτυξη σε πολύ χαμηλά επίπεδα και κινηθεί τους επόμενους μήνες σε αντιμνημονιακό δρόμο παροχών, με το βλέμμα στις εκλογές, τότε κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει ότι οι πιστωτικοί όμιλοι δεν θα μπουν σε νέες περιπέτειες. Ο κίνδυνος δεν είναι μικρός αν κρίνουμε από τις ουκ ολίγες αναφορές κυβερνητικών στελεχών στην ελευθερία άσκησης πολιτικής μετά τον Αύγουστο.
Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο, η ΕΚΤ αποφάσισε, όπως είχε αποκαλύψει το Liberal.gr, να ενσωματώσει τα αποτελέσματα των stress tests στη γενικότερη διαδικασία εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης (SREP), έτσι ώστε να ληφθούν οι τελικές αποφάσεις για τις κινήσεις που πρέπει να γίνουν προς το τέλος του έτους και όχι τώρα. Μέχρι τότε θα έχουν ξεκαθαρίσει πολλά, τόσο σε ότι αφορά τη μεταμνημονιακή σχέση Ελλάδας-δανειστών, όσο και για τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων.
Κατά συνέπεια, η ΕΚΤ δίνει μία ανάσα στις ελληνικές τράπεζες αλλά μπορεί οποιαδήποτε στιγμή να αλλάξει στάση ανάλογα με τις εξελίξεις. Μπορεί, για παράδειγμα, να πάρει πίσω το waiver μετά τον Αύγουστο αν οι εγγυήσεις του κ. Τσίπρα για την υλοποίηση των συμφωνηθέντων δεν είναι επαρκείς. Μπορεί, επίσης, να ζητήσει κεφαλαιακές κινήσεις αν κάποια τράπεζα υπολείπεται των στόχων.
Υπάρχει και μία άλλη οπτική. Τα αναμφίβολα θετικά αποτελέσματα που έδωσε το Σάββατο στη δημοσιότητα ο SSM, είναι στην ουσία μία πολύ καλή εξέλιξη, αφού κόντρα στην ατελείωτη φημολογία των τελευταίων μηνών, οι ελληνικές τράπεζες κατάφεραν να βγουν αλώβητες. Το κακό είναι ότι η φημολογία και η κινδυνολογία για τον εγχώριο κλάδο δεν σταματά ούτε τώρα. Παράλληλα, αναλυτές εκτιμούν πως όσο τα «κόκκινα» δάνεια παραμένουν σε τρομακτικά υψηλά επίπεδα και η οικονομία σέρνεται, θα διατηρείται η αβεβαιότητα.
Μπορούσε η ΕΚΤ να κάνει διαφορετικά και να «στριμώξει» τις ελληνικές τράπεζες τρεις μήνες πριν τη λήξη του μνημονίου; Η απάντηση είναι «προφανώς και μπορούσε», όμως έχει ληφθεί πολιτική απόφαση που δίνει χρόνο στις τράπεζες να δείξουν ότι μπορούν να τα καταφέρουν χωρίς αναγκαστικές ενέργειες.
Είναι, επίσης, λογικό να επικρατεί ικανοποίηση στις τραπεζικές διοικήσεις μετά την ανακοίνωση της ΕΚΤ, η οποία μάλιστα εξελίχθηκε σε ενθουσιασμό για την Alpha Bank, αφού εμφάνισε με διαφορά τις καλύτερες επιδόσεις. Αν, μάλιστα, συγκρίνουμε το αποτέλεσμα της Alpha Bank με τις επιδόσεις των 51 πιο σημαντικών ευρωπαϊκών τραπεζών στα stress tests του 2016, θα δούμε ότι στο δυσμενές σενάριο εμφανίζει πολύ καλύτερο αποτέλεσμα από πολλές ξένες τράπεζες.
Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει απολύτως τίποτα για το μέλλον. Η πλήρης ανάκαμψη των τραπεζών θα εξαρτηθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις επιδόσεις της κυβέρνησης. Διότι για να ξεφύγουν οι ελληνικές τράπεζες από κάθε κίνδυνο θα πρέπει αφενός να μειώσουν ταχύτατα και με… ποιοτικό τρόπο τα «κόκκινα» δάνεια και αφετέρου να προσελκύσουν καταθέσεις. Και οι δύο αυτές παράμετροι θα επηρεαστούν από την ανάπτυξη της οικονομίας, που σημαίνει ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να επιτυγχάνει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και όχι να περιορίζεται στο μισό των αρχικών εκτιμήσεων, καθυστερώντας έτσι την πραγματική έξοδο από την κρίση.