Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Στην εκ νέου αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας είναι έτοιμοι να προχωρήσουν τόσο οι τέσσερις μεγαλύτεροι οίκοι αξιολόγησης όσο και οι επενδυτικές τράπεζες που καλύπτουν την ελληνική αγορά, στην περίπτωση που από τις κάλπες της 7ης Ιουλίου προκύψει μία ισχυρή κυβέρνηση με μεταρρυθμιστική και φιλοαναπτυξιακή ατζέντα.
Μία τέτοια εξέλιξη θα έχει ως αποτέλεσμα να ξεκινήσουν οι αναβαθμίσεις του ελληνικού αξιόχρεου – ίσως και εκτάκτως – και να αυξηθούν οι πιθανότητες η Ελλάδα να επιστρέψει στην κατηγορία «επενδυτική βαθμίδα», η οποία ξεκλειδώνει την εισροή μακροπρόθεσμων κεφαλαίων, πολύ νωρίτερα από τους 18 μήνες που έχει προβλέψει ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Υπενθυμίζεται ότι το ελληνικό δημόσιο απέχει 4 βαθμίδες από την κορυφαία κατηγορία βάσει των αξιολογήσεων της S&P και της Moody' s και 3 βαθμίδες βάσει της αξιολόγησης της Fitch. Moody' s και Fitch είναι προγραμματισμένο να εκδώσουν την «ετυμηγορία» τους τον Αύγουστο, όμως στο καλό σενάριο δεν αποκλείεται να δούμε έκτακτες ανακοινώσεις μέσα στον Ιούλιο.
Αν στο εξής η ελληνική οικονομία δεν «χάσει» καμία αναβάθμιση, τότε μπορεί να επιστρέψει στην «επενδυτική βαθμίδα» το αργότερο το καλοκαίρι του 2020, ενώ με έκτακτες ή διπλές αναβαθμίσεις (όπως συνηθίζει τελευταία η Moody' s) η μεγάλη επιστροφή είναι πιθανό να ολοκληρωθεί ακόμη και στο α' τρίμηνο του 2020.
Ήδη, από την πρώτη κιόλας ημέρα μετά τις ευρωεκλογές οι ξένοι αρχίζουν να βλέπουν την ελληνική αγορά υπό νέο πρίσμα και όλοι αναμένουν μία σημαντική αλλαγή. Αυτό είναι το θετικό κομμάτι των προσδοκιών, ωστόσο υπάρχει και η αρνητική πλευρά, ήτοι το σενάριο να χάσει η χώρα κι άλλο χρόνο εξαιτίας της επίδρασης των παλινωδιών και της ανεύθυνης οικονομικής πολιτικής της υφιστάμενης κυβέρνησης.
Το κακό σενάριο, λοιπόν, σχετίζεται με αυτό που οι ξένοι αποκαλούν «SYRIZA effect». Κατά κύριο λόγο, το… φαινόμενο αυτό αφορά στην εξάντληση του δημοσιονομικού χώρου λόγω των μέτρων που ανακοίνωσε ο Αλέξης Τσίπρας στην απέλπιδα προσπάθειά του να ανεβάσει τα ποσοστά του κυβερνώντος κόμματος. Χθες, το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή έκρουσε τον κίνδυνο δημοσιονομικού εκτροχιασμού, έναν κίνδυνο που είχε επισημάνει και ο διοικητής της ΤτΕ, Γιάννης Στουρνάρας.
Αν, λοιπόν, ο κίνδυνος αυτός επαληθευτεί η νέα κυβέρνηση θα ξεκινήσει με περιορισμένη φόρα αφού η πρώτη της δουλειά θα είναι να βάλει ξανά σε τάξη τα δημόσια οικονομικά πριν επιβληθούν από τους δανειστές νέα μέτρα που θα αναβιώσουν τον φαύλο κύκλο του παρελθόντος. Επιπρόσθετα, το «SYRIZA effect» σχετίζεται με την αναξιοπιστία της χώρας. Παρά το γεγονός ότι οι πολιτικές που ο ίδιος ο αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας υπόσχεται ότι θα εφαρμόσει είναι αυτές που οι αγορές ζητούν για να βελτιωθεί το επενδυτικό κλίμα, η πλειονότητα σήμερα των ξένων ανησυχεί μήπως οι απαιτούμενες παρεμβάσεις δεν υλοποιηθούν στο 100% γιατί «έτσι μας έχει συνηθίσει η Ελλάδα».
Η αποκατάσταση της αξιοπιστίας της ελληνικής κυβέρνησης είναι, λοιπόν, το δεύτερο μεγάλο στοίχημα των επόμενων μηνών και ετών. Ταυτόχρονα, με την επερχόμενη πολιτική αλλαγή η ελληνική οικονομία έχει μία πρώτης τάξεως ευκαιρία να... πατήσει γκάζι και να επιστρέψει στα προ κρίσης επίπεδα ταχύτερα από τις προσδοκίες, όμως ο δρόμος δεν θα είναι ομαλός αλλά ανηφορικός. Ξένοι αναλυτές επιμένουν ότι οι Έλληνες πολίτες δεν πρέπει να αναμένουν η χώρα να επιστρέψει στις σπατάλες και στις ανεύθυνες πολιτικές του παρελθόντος, στο εύκολο – αλλά δανεικό - χρήμα και στην επίπλαστη ανάπτυξη.
Σε αυτό που μπορεί να φτάσει η χώρα είναι μία πιο ποιοτική ανάπτυξη, μια πιο βιώσιμη και σταθερή πορεία που θα κρατήσει χρόνια, με αποτέλεσμα να διαμορφωθεί ένα τοπίο υγιούς επιχειρηματικότητας και εισροών επενδυτικών κεφαλαίων. Θα είναι μεγάλο λάθος μετά από μία κρίση που «εξαφάνισε» εισοδήματα 20 ετών και γύρισε την οικονομία 30 χρόνια πίσω, στο επίπεδο των επενδύσεων του 1990, να γίνουν τα ίδια λάθη στο βωμό του πολιτικού συμφέροντος.
Χρειάζεται μία ανάπτυξη που θα βασίζεται λιγότερο στην κατανάλωση και περισσότερο στις επενδύσεις και στις εξαγωγές. Χρειάζονται επίσης μέτρα που θα καταστήσουν τη χώρα μας ανταγωνιστική σε παγκόσμιο επίπεδο καθώς και κίνητρα για να μη χάσουμε το τρένο της ψηφιακής εποχής.