Η Coupang (CPNG NYSE) ιδρύθηκε το 2010 από τον Bom Suk Kim, ο οποίος επέστρεψε στη χώρα του από τις Η.Π.Α. αφήνοντας στη μέση τις μεταπτυχιακές του σπουδές στο πανεπιστήμιο Harvard. Όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, μάλλον καλά έκανε.
Η μικρή εταιρεία την οποία ξεκίνησε παίρνοντας έμπνευση από την πολύ γνωστή τότε, αλλά ξεχασμένη σήμερα, Groupon και την ονόμασε Coupang συνδυάζοντας την αγγλική λέξη coupon (κουπόνι) με την κορεατική pang («έπιασα την καλή», στα ελληνικά) εξελίχθηκε στη μεγαλύτερη εταιρεία ηλεκτρονικού εμπορίου της χώρας.
Περίπου το 4% των συνολικών λιανικών πωλήσεων της Νότιας Κορέας περνάνε μέσα από αυτήν και αποτελεί τον τρίτο μεγαλύτερο ιδιώτη εργοδότη στη χώρα. Το μεγάλο βήμα έγινε το 2014 με την υπηρεσία «rocket delivery» (ταχύτατη παράδοση των εμπορευμάτων σε πολύ χαμηλή τιμή), πολύ έξυπνα σχεδιασμένη για τους Νοτιοκορεάτες, οι οποίοι εκτιμούν πάρα πολύ τη γρήγορη εξυπηρέτηση και ήταν ήδη συνηθισμένοι στην παράδοση αγαθών κατ’ οίκον.
Η καλύτερη στρατηγική της και ο πολύ αποτελεσματικός τρόπος διανομής των προϊόντων αφού η Coupang είχε δικούς της οδηγούς (σε αντίθεση με τους ανταγωνιστές) τη βοήθησε να κερδίσει τον πόλεμο τιμών που ξέσπασε με τους ανταγωνιστές.
Την εξάπλωση της εταιρείας βοήθησε πολύ και το γεγονός πως οι ευρυζωνικές τηλεπικοινωνιακές συνδέσεις στη χώρα είναι από τις καλύτερες στον κόσμο, όπως και το ότι η χώρα είναι εξαιρετικά πυκνοκατοικημένη. Αυτό διευκολύνει την εταιρεία, αφού το 70% του πληθυσμού της χώρας βρίσκεται σε απόσταση λιγότερη των 10 χιλιομέτρων από κάποιο αποθηκευτικό κέντρο της εταιρείας.
Η εταιρεία, και ο Kim, είναι πολύ φιλόδοξοι, και αυτό φαίνεται από το γεγονός πως κατά τη διάρκεια των παρουσιάσεων προς τους επενδυτές ο Kim είπε πως στόχος του είναι να αναρωτιούνται οι καταναλωτές «πως μπορούσα να ζω χωρίς την Coupang;».
Η φιλοδοξία και η διάθεσή της να κυριαρχήσει και να προσφέρει τις καλύτερες υπηρεσίες, φαίνεται πως έχουν και κάποιες αρνητικές συνέπειες. Ο αριθμός των εργαζομένων που τραυματίζονται ή αρρωσταίνουν στις αποθήκες είναι αρκετά σημαντικός. Σύμφωνα με τις επίσημες κρατικές στατιστικές, μέσα στο 2020 καταγράφηκαν 982 τέτοια περιστατικά από 515 το 2019, αύξηση ανάλογη με την αύξηση του κύκλου εργασιών της, ενώ καταγράφηκε και ένας θάνατος εργαζομένου ως συνέπεια της εξάντλησής του.
Η εταιρεία απολογήθηκε για τον συγκεκριμένο θάνατο αλλά αρνείται κατηγορηματικά τις κατηγορίες περί κακομεταχείρισης των εργαζομένων της, τονίζοντας πως επενδύει εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια τον χρόνο για τον εκσυγχρονισμό των αποθηκών και τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας.
Ο κύκλος εργασιών της Coupang αυξάνεται με ταχείς ρυθμούς, για το 2020 εκτιμάται ότι αυξήθηκε κατά 91%, φθάνοντας το αντίστοιχο των 12 δισεκατομμυρίων δολαρίων Η.Π.Α.
Δεν έχει καταφέρει ακόμα να πετύχει κερδοφόρο αποτέλεσμα, ίσως ακολουθώντας το πρότυπο της Amazon, η οποία έδινε πάντα προτεραιότητα στη μεγέθυνσή της και την αύξηση των μεριδίων αγοράς και όχι στην επίτευξη κερδών.
Η μεγάλη ανάπτυξη της Coupang, σε συνδυασμό με την επέκτασή της και σε άλλους τομείς, όπως οι ηλεκτρονικές πληρωμές, η παράδοση γευμάτων, οι υπηρεσίες τηλεοπτικού streaming, έκαναν αρκετά εύκολη την προσέγγιση των υποψήφιων επενδυτών κατά την διαδικασία της δημόσιας εγγραφής της στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης.
Η ζήτηση ήταν τόσο μεγάλη που, όπως δήλωσε ο ίδιος ο ιδρυτής και διευθυντής της, δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί. Αυτό συμβαίνει σχεδόν πάντα, στην περίπτωση της Coupang όμως συνέβη κάτι αρκετά σπάνιο, αλλά καθόλα νόμιμο.
Η διοίκηση στην ουσία διάλεξε σε ποιους επενδυτές θα διαθέσει τις μετοχές. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Bloomberg, 25 μεγάλοι επενδυτές αγόρασαν το 80% της συνολικής εγγραφής και μόλις 100 ήταν όσοι συμμετείχαν σε αυτήν τη μεγάλη δημόσια εγγραφή ύψους περίπου 4,6 δισεκατομμυρίων δολαρίων Η.Π.Α.
Αυτό προκάλεσε κάπως αρνητικές εντυπώσεις, όπως και το ότι, σύμφωνα τουλάχιστον με δημοσιογραφικές εκτιμήσεις, η εταιρεία κατά τις παρουσιάσεις προς τους επενδυτές δεν ανέφερε πολλές λεπτομέρειες σχετικά με την επέκταση στις νέες δραστηριότητές. Τίποτα από αυτά όμως δεν εμπόδισε την επιτυχία της δημόσιας εγγραφής. Η τιμή εγγραφής καθορίστηκε στα 35 δολάρια, και την πρώτη μέρα ανέβηκε σημαντικά, φθάνοντας μέχρι τα 69 δολάρια. Τη δεύτερη ημέρα διαπραγμάτευσης, την Παρασκευή δηλαδή, η τιμή έπεσε κάπως και τελικά έκλεισε στα 48,47 δολάρια.
Στην τιμή αυτή, η χρηματιστηριακή αξία της εταιρείας είναι λίγο πάνω από 87 δισεκατομμύρια δολάρια Η.Π.Α. Ο Ιδρυτής της, ο οποίος κατέχει το 10% των μετοχών αλλά ελέγχει το 77% των δικαιωμάτων ψήφου, έγινε ξαφνικά (τουλάχιστον στα χαρτιά) ο τρίτος πλουσιότερος άνθρωπος στη Νότια Κορέα, ενώ η Ιαπωνική Softbank, η οποία κατέχει πάνω από το 30% των μετοχών, έχοντας επενδύσει 3,3 δισ. δολάρια, είδε την αξία του μεριδίου της να πολλαπλασιάζεται και να ξεπερνά τα 30 δισ. δολάρια.
Μεγάλη επιτυχία και για τους δύο, όπως και για την ίδια τη Νότια Κορέα που μπήκε δυναμικά στο χρηματιστηριακό προσκήνιο, υπενθυμίζοντας στις αγορές πως είναι μία πολύ σημαντική δύναμη στον χώρο της τεχνολογίας. Μιλώντας πάλι για τη χώρα, είναι ένα ακόμα δείγμα πως οι παραδοσιακές δυνάμεις όπως η Samsung και η Hyundai δεν κυριαρχούν πλέον σε όλους τους τομείς, όπως γινόταν μέχρι πριν λίγα χρόνια.
Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.