Η διστακτικότητα των τραπεζών, το «πάγωμα» των πλειστηριασμών, η ανοχή του συστήματος όλα αυτά τα χρόνια υπέρ των στρατηγικών κακοπληρωτών και εις βάρος των συνεπών δανειοληπτών, καθώς και οι δυνατότητες… απόκρυψης που έδινε ο νόμος Κατσέλη, οδήγησαν την αγορά σε ένα αδιέξοδο που καλείται να αντιμετωπίσει σε συνθήκες έντονης πίεσης. Τα περιθώρια στενεύουν ασφυκτικά αφού στις 30 Απριλίου καταργείται οριστικά και αμετάκλητα το πλαίσιο προστασίας της πρώτης κατοικίας με τη μορφή που υφίσταται σήμερα την ώρα που οι τράπεζες έχουν δεσμευτεί να τελειώσουν και αυτές οριστικά με το θέμα των «κόκκινων» δανείων.
Ένας φόβος που εκφράζεται συχνά είναι ότι με την απελευθέρωση της προστασίας της πρώτης κατοικίας θα βγουν μαζικά χιλιάδες ακίνητα στην αγορά, όμως μία τέτοια εξέλιξη δεν συμφέρει κανέναν. Οι τράπεζες δεν έχουν τέτοια πρόθεση διότι γνωρίζουν πολύ καλά ότι έτσι θα δημιουργήσουν ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα σε έναν ήδη λαβωμένο κλάδο και τελικά θα χάσουν και οι ίδιες. Την ίδια ώρα, θα πρέπει να ληφθούν αποφάσεις για δεκάδες χιλιάδες υποθέσεις και πάνω απ’ όλα να υπάρξει μέριμνα για τους πραγματικά αδύνατους αλλά και να στριμωχθούν οι στρατηγικοί κακοπληρωτές.
Όπως ανέφερε ο «Φιλελεύθερος» του Σαββάτου, ο αριθμός των ακινήτων που σήμερα θεωρούνται «μπλοκαρισμένα» ξεπερνά κατά πολύ τις 70.000, όσες είναι και οι υποθέσεις που εκκρεμούν στο πλαίσιο του νόμου Κατσέλη και στην συντριπτική τους πλειοψηφία αφορούν σε ενυπόθηκα δάνεια. Ένα σημαντικό ζήτημα είναι τι θα συμβεί με τα περίπου 130.000 δάνεια-ακίνητα που θεωρείται ότι είναι επιλέξιμα για να προστατευθούν μέσω της σχετικής πλατφόρμας αλλά δεν το έχουν κάνει. Αυτή θα είναι η δεξαμενή που θα τύχει ευνοϊκής μεταχείρισης σε σύγκριση με τους «μπαταχτσήδες».
Με όσα έχουν γίνει έως τώρα γνωστά, το νέο πτωχευτικό δίκαιο θα έχει στόχο να δίνει δεύτερη ευκαιρία σε όσους δανειολήπτες επιθυμούν να απαλλαγούν οριστικά από τα χρέη τους ρευστοποιώντας την περιουσία τους, ωστόσο μένει να δούμε τι θα γίνει με την κυριότητα της πρώτης κατοικίας. Σύμφωνα με ανώτερες τραπεζικές πηγές, η γενικότερη εικόνα είναι πως όσοι δεν μπορούν πραγματικά να πληρώσουν θα μπαίνουν σε καθεστώς γενναίας ρύθμισης ή θα τελειώνουν με την οφειλή τους μέσω ρευστοποίησης περιουσιακών στοιχείων.
Από κει πέρα υπάρχουν δύο κατηγορίες. Αυτοί που θεωρούνται στρατηγικοί κακοπληρωτές αλλά οι ίδιοι συνεχίζουν να υποστηρίζουν ότι δεν μπορούν να πληρώσουν και συνεπώς είναι μη συνεργάσιμοι και αυτοί που υπό το φόβο των πλειστηριασμών θα αλλάξουν στάση και θα συμφωνήσουν σε κάποια ρύθμιση. Η πρώτη κατηγορία στην οποία περιλαμβάνονται οι «μπαταχτσήδες» θα έχουν εντελώς διαφορετική αντιμετώπιση στο εξής. Αφού περάσουν όλες οι υποθέσεις από κόσκινο, οι εκτιμήσεις θέλουν μερικές χιλιάδες πρώτες κατοικίες (2.000-3.000) να οδηγούνται σε πλειστηριασμό μέσα στο 2020, ενώ θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι θα δούμε και κάποιες εκατοντάδες εξώσεις, κυρίως για να σταλεί σήμα σε όσους δεν συνεργάζονται και να επέλθει ισορροπία στο σύστημα.
Οι τράπεζες έχουν ήδη παρατηρήσει αύξηση του αριθμού των δανειοληπτών που συμφωνούν τελικά σε ρύθμιση λόγω της επικείμενης λήξης του πλαισίου προστασίας, ωστόσο το ποσοστό δεν είναι μεγάλο. Ο θόρυβος της εντατικοποίησης των πλειστηριασμών από την 1η Μαΐου έχει παίξει ρόλο όμως και πάλι εκτιμάται ότι 1 στα 4 στεγαστικά ανήκουν στην κατηγορία των στρατηγικών κακοπληρωτών. Αξίζει, ωστόσο, να διευκρινιστεί ότι στη μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων το χάσμα είναι τεράστιο μεταξύ της δόσης που θεωρούν οι τράπεζες ως εύλογο ποσό ρύθμισης με αυτό που προτίθενται να πληρώσουν οι δανειολήπτες.
Σημειώνεται, επίσης, ότι μέχρι σήμερα περίπου 8 στα 10 ακίνητα που βγαίνουν σε πλειστηριασμό καταλήγουν πίσω στις τράπεζες. Τουλάχιστον για τα επόμενα δύο-τρία χρόνια οι ελληνικές τράπεζες σκοπεύουν να «παρκάρουν» τα ακίνητα στους ισολογισμούς τους και να τα διαθέτουν προς πώληση ανάλογα με το κλίμα που θα επικρατεί και τη ζήτηση που θα βλέπουν. Θα είναι μία οργανωμένη και σταδιακά διάθεση του αποθέματος των ακινήτων για να μην επηρεαστούν οι τιμές. Το σίγουρο είναι ότι έως το 2022 τα ακίνητα που θα μπαίνουν στους τραπεζικούς ισολογισμούς θα είναι περισσότερα από αυτά που θα βγαίνουν στην αγορά. Η σταδιακή επανατοποθέτηση των ακινήτων στην αγορά θα γίνεται είτε μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας είτε μέσω ΑΕΕΑΠ.