Η ξεχασμένη «βόμβα» των φόρων υπέρ τρίτων

Η ξεχασμένη «βόμβα» των φόρων υπέρ τρίτων

Για μια ακόμη φορά, αλλά όχι πρώτη, η κυβέρνηση εμφανίζεται απροετοίμαστη στις συζητήσεις με τους δανειστές οι οποίοι κάθονται πάντα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων πολύ καλά διαβασμένοι αλλά και με συγκεκριμένο σχέδιο.

Η πρόσφατη απαίτησή τους για τη δημιουργία ενός ενιαίου Ταμείου Κύριας Ασφάλισης και ενός Ταμείου Επικουρικής για όλους τους ασφαλισμένους, αποδεικνύεται ότι κάθε άλλο παρά τυχαία είναι, ενώ δύσκολα δεν θα «περάσει» αφού έχουν ήδη εξασφαλίσει την «κατάρρευση» των Ταμείων.

Ακόμη κι αν η κυβέρνηση εμφανιστεί ανένδοτη κατά τις συζητήσεις, που θα πρέπει να ολοκληρωθούν στο τέλος του τρέχοντος μηνός, θα οδηγηθεί αναγκαστικά στη συγκεκριμένη λύση, αφού η Μνημονιακή υποχρέωση της κατάργησης των φόρων υπέρ Τρίτων είναι μια βραδυφλεγής «βόμβα» στα θεμέλια όλων των Ταμείων.

Και αυτό πολύ απλά γιατί η κατάργηση, αν όχι του συνόλου, αλλά σημαντικού αριθμού ΦΥΤ θα δημιουργήσει με μαθηματική ακρίβεια ταμειακά προβλήματα σε αρκετά Ασφαλιστικά Ταμεία διαφόρων κλάδων, τα οποία μάλιστα δεν θα μπορούν να καλυφθούν από τις δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού.

Είναι αξιοσημείωτο πάντως ότι οι δανειστές κατάφεραν να εντάξουν και στο τρίτο Μνημόνιο την κατάργηση των φόρων υπέρ τρίτων, με τη δικαιολογία ότι θα μειωθούν οι τελικές τιμές των προϊόντων και να δημιουργηθούν συνθήκες ίσης μεταχείρισης διαφορετικών κλάδων της οικονομίας.

Θα πρέπει να αναφερθεί ότι οι φόροι υπέρ τρίτων είναι ένα πλέγμα φόρων, δασμών, τελών, εισφορών και δικαιωμάτων που θέσπισε η πολιτεία τις δεκαετίες 1920 -1930 υπέρ διαφόρων εποπτευόμενων φορέων (νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού τομέα) οι οποίοι και τους εισπράττουν είτε απευθείας, είτε μέσω αποδόσεων από τον κρατικό προϋπολογισμό.

Η πλήρης καταγραφή τους σήμερα είναι σχεδόν αδύνατη, όπως πολύ δύσκολα μπορούν να προσδιοριστούν και οι συνέπειες που προκαλούν στις τιμές των παραγομένων προϊόντων και υπηρεσιών, η επίπτωση που έχουν στον πληθωρισμό, στις επενδύσεις αλλά και στην ανταγωνιστικότητα των προϊόντων.

Ουσιαστικά πρόκειται για έσοδα τα οποία -πλην ελαχίστων εξαιρέσεων- δεν περνούν από τον κρατικό προϋπολογισμό με συνέπεια η πολιτεία να αγνοεί τη δικαιολογητική τους βάση, το ακριβές μέγεθός τους, τις επιπτώσεις τους στην οικονομία, τον προορισμό τους και την επίδρασή τους στην κατανομή των βαρών.

Ακόμη όμως κι αν δεχτούμε ότι αποτελούν έναν άγνωστο «ιστό» επιβαρύνσεων, που σε κάθε περίπτωση είναι μικρότερος από την υψηλή φορολογία εισοδήματος ή κερδών, οι φόροι υπέρ Τρίτων είναι σημαντικοί για αρκετά Ταμεία και αν καταργηθούν θα λείψουν από ορισμένα, όπως είναι ο ΟΓΑ, το Ταμείο Νομικών, τα Ταμεία των αυτοαπασχολουμένων, τα Μετοχικά των δημοσίων υπαλλήλων και των στρατιωτικών κ.λπ., ενώ δεν θα πρέπει να παραβλέπεται ότι φόροι υπέρ τρίτων κατευθύνονται και σε αθλητικά σωματεία και σε πολιτιστικούς συλλόγους.

Το ερώτημα λοιπόν που τίθεται στην περίπτωση που η κυβέρνηση υλοποιήσει, όπως οφείλει πάντως, και τη συγκεκριμένη Μνημονιακή δέσμευση και προχωρήσει με τη δικαιολογία, για να διασκεδάσει τις εντυπώσεις, πως είναι προς όφελος των καταναλωτών και της πραγματικής οικονομίας, έχει σχέδιο για να στηρίξει τους φορείς που θα πληγούν ή, εκτός από τα Ταμεία, δεκάδες αθλητικοί και πολιτιστικοί σύλλογοι θα βρεθούν στον «αέρα»;