Όπως έχω σημειώσει αλλού («Νηπιαγωγείο η Ελλάς», εκδ. Παπαζήση, 2013) «κάθε σύστημα, είτε αναπνέει είτε όχι, έχει έναν κύκλο ζωής. Τα έμβια όντα, όπως είναι τα φυτά, τα ζώα και οι άνθρωποι, γεννώνται, αναπτύσσονται, γερνούν και πεθαίνουν. Το ίδιο συμβαίνει και με τους οργανισμούς και τα διάφορα νομικά πρόσωπα, όπως είναι οι επιχειρήσεις, οι εταιρείες κ.λ.π., αλλά, υπό μίαν έννοια, και με κοινωνίες ολόκληρες (πόλεις, κράτη, έθνη)».
Οι κοινωνίες της Ανατολής προ πολλών αιώνων εισήγαγαν στοιχεία βιολογικών και φυσικών διαδικασιών στις κοινωνικές και φιλοσοφικές αντιλήψεις τους. Στη Δύση, η ιδέα ότι η συμπεριφορά ανθρώπινων συνόλων και οργανισμών μπορεί να εξηγηθεί βάσει βιολογικών κύκλων διατυπώθηκε το πρώτον από διανοητές και συγγραφείς του πρώιμου και, ακολούθως, του ώριμου Διαφωτισμού, όπως οι Montesquieu, Vico, Burke, Condorcet, και συνεχίσθηκε από μία σειρά κοινωνιολόγων και ιστορικών μέχρι τις τελευταίες δεκαετίες, με πιο γνωστό τον Arnold Toynbee, ο οποίος στο βιβλίο του A Study of History επιχειρεί να μελετήσει την εξέλιξη των ανθρώπινων πολιτισμών χρησιμοποιώντας ένα μοντέλο βιολογικών κύκλων.
Ανεξαρτήτως της ύπαρξης ή μη τέτοιων κύκλων, βάσει των οποίων κάθε ζων οργανισμός αλλάζει και εξελίσσεται ακολουθώντας κάποιες προβλέψιμες μορφές ή τρόπους συμπεριφοράς, είναι σαφές ότι στην ιστορία και, ειδικότερα, στην πολιτική ιστορία τα κράτη βιώνουν κύκλους. Οι κύκλοι αυτοί συνήθως ξεκινούν με την θητεία ενός εμπνευσμένου ηγέτη και τελειώνουν με την θητεία ενός αποτυχημένου πολιτικού. Τα παραδείγματα από την ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών είναι χαρακτηριστικά.
Ο κύκλος που ξεκίνησε με τον Τζορτζ Ουάσινγκτον τελείωσε με την αποτυχημένη θητεία του Τζον Κουίνσι Άνταμς. Ο Αβραάμ Λίνκολν εγκαινίασε τον δεύτερο κύκλο που ολοκληρώθηκε με την αποτυχημένη θητεία του στρατηγού Γιουλύσις Γκραντ. Τον τελευταίο διαδέχθηκε, το 1876, ο Ράδερφορντ Χέις, ο οποίος, μαζί με τον υπουργό του επί των οικονομικών Τζον Σέρμαν, οδήγησε την αμερικανική οικονομία σε εκπληκτική ανάπτυξη, την οποία στο τέλος υπονόμευσε η ίδια της η επιτυχία.
Ο επόμενος κύκλος άρχισε με τον Φράνκλιν Ρούζβελτ, το 1932, και έληξε με την αποτυχημένη θητεία του Τζίμι Κάρτερ, το 1979. Ο Ρόναλντ Ρέιγκαν εξελέγη ακολούθως πρόεδρος και επί των ημερών του (αλλά και επί των ημερών των διαδόχων του, οι οποίοι κατά βάση ακολούθησαν τις δικές του κατευθύνσεις) οι ΗΠΑ έφθασαν στην κορύφωση της πολιτικής και οικονομικής ηγεμονίας τους. Ο κύκλος αυτός έκλεισε ήδη με την προεδρία του ανεκδιήγητου Ντόναλντ Τραμπ.
Ο νέος αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν διαθέτει εξ υπαρχής ένα σημαντικό πλεονέκτημα : συγκρινόμενος με τον προκάτοχό του υπερέχει συντριπτικά από πλευράς προσωπικότητας και εμπειρίας. Τα αποτελέσματα, πάντως της πολιτικής του, και μάλιστα στον οικονομικό τομέα, θα φανούν και θα αποτιμηθούν μετά πάροδο ικανού χρόνου.
Εν προκειμένω είναι σκόπιμο να θυμηθούμε την σχετική ανάλυση του Frederic Bastiat περί ορατού και αοράτου (ce qu’ on voit et ce qu’ on ne voit pas). Στην οικονομική σφαίρα μία πράξη, μία συνήθεια, ένας θεσμός, ένας νόμος παράγουν όχι μόνο ένα αποτέλεσμα αλλά μία σειρά αποτελεσμάτων. Από αυτά, μόνο το πρώτο είναι άμεσο: Εμφανίζεται σχεδόν ταυτόχρονα με την αιτία που το προκάλεσε, είναι ορατό. Τα υπόλοιπα αποτελέσματα εμφανίζονται μόνο μεταγενεστέρως. Δεν φαίνονται.
Είμαστε ευτυχείς αν κατορθώσουμε να τα προβλέψουμε. Υπάρχει μία μόνο διαφορά μεταξύ ενός κακού και ενός καλού οικονομολόγου : ο κακός οικονομολόγος περιορίζεται στο ορατό αποτέλεσμα. Ο καλός οικονομολόγος λαμβάνει υπόψη τόσο το αποτέλεσμα που φαίνεται όσο και τα αποτελέσματα που πρέπει να προβλεφθούν.
Ένα παράδειγμα κακών, σπεύδω να χαρακτηρίσω, οικονομικών είναι οι απόψεις του 34χρονου Γκαμπριέλ Ζουκμάν, αν. καθηγητή στο Μπέρκλεϊ και διευθυντή του νεοσύστατου Παρατηρητηρίου της ΕΕ για την Φορολογία, ο οποίος, σε συνέντευξή του στην «Καθημερινή’» (6 Ιουνίου 2021), αναφερόμενος στις φορολογικές πρωτοβουλίες Μπάιντεν, υποστηρίζει ότι:
«Οι προτάσεις του Μπάιντεν δεν αίρονται στο ύψος των περιστάσεων […] Προτείνει να αυξηθεί η εταιρική φορολογία από το 21% στο 28% ενώ πριν από τέσσερα χρόνια ήταν 35%. Η πιο φιλόδοξη πρότασή του αφορά την φορολόγηση των κεφαλαιακών κερδών στο 40% περίπου […] Οι προτάσεις αυτές δεν αποτελούν κάποια θεμελιώδη διαφοροποίηση από το είδος της φορολογικής πολιτικής που εφαρμόζεται στις ΗΠΑ από τη δεκαετία του '80 - την εποχή του Ρέιγκαν. Πριν από τον Ρέιγκαν, ο ανώτατος συντελεστής για τα φυσικά πρόσωπα ήταν άνω του 90% (!) για δεκαετίες – και ήταν στο 70% όταν ανέλαβε την προεδρία το 1981. Ο ανώτατος συντελεστής του φόρου επί της ιδιοκτησίας (estate tax) ήταν 77%, ο εταιρικός φόρος ήταν 50%. Ο Ρέιγκαν άλλαξε το παιχνίδι – και εξακολουθούμε να παίζουμε με τους δικούς του κανόνες».
Οι απανταχού κρατιστές φιλοδοξούν να επαναφέρουν τους φορολογικούς συντελεστές στα δυσθεώρητα ύψη του παρελθόντος και, γενικότερα, να αυξήσουν σε όλους τους τομείς τον κρατικό παρεμβατισμό. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς μάντης για να προβλέψει ότι εάν υλοποιηθούν οι «φιλοδοξίες» αυτές θα έχουμε, μετά από κάποια χρονική υστέρηση, νέο κύμα στασιμοπληθωρισμού, επενδυτικής καχεξίας, ανεργίας και φυγής κεφαλαίων και προσώπων. Δεν χρειάζεται να διανύσουμε έναν ολόκληρο νέο κύκλο παρόμοιων λαθών για να καταλήξουμε στα ίδια επικίνδυνα αποτελέσματα του παρελθόντος.
* Ο Κώστας Χριστίδης είναι Νομικός-Οικονομολόγος