ΙΟΒΕ: Η αύξηση του κατώτατου μισθού θα φέρει αύξηση της μαύρης εργασίας

ΙΟΒΕ: Η αύξηση του κατώτατου μισθού θα φέρει αύξηση της μαύρης εργασίας

Του Γιώργου Φιντικάκη

Διόγκωση της γκρίζας οικονομίας, και περαιτέρω υποκατάσταση της πλήρους από τη μερική απασχόληση θα φέρει η αύξηση του κατώτατου μισθού, εκτιμά ο Νίκος Βέττας, στο περιθώριο παρουσίασης της 3μηνιαίας έκθεσης για την ελληνική οικονομία.

Σχολιάζοντας τις αποφάσεις της κυβέρνησης για άνοδο έως 27% του κατώτατου μισθού, ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ προέβλεψε ότι αυτή θα προκαλέσει στροφή προς τη μαύρη εργασία, προσθέτοντας ότι το ύψος της αύξησης ξεπερνά τις αντοχές της ελληνικής οικονομίας, και το σωστό θα ήταν η στήριξη των χαμηλόμισθων να γίνει με περικοπή των ασφαλιστικών εισφορών.

Το πρόβλημα θα είναι πολλαπλό, είπε ο κ. Βέττας, αφού η στροφή προς τη γκρίζα οικονομία θα επιβαρύνει τόσο το Δημόσιο Ταμείο, όσο και τους πιο αδύναμους, τους οποίους υποτίθεται ότι θέλει ακριβώς να βοηθήσει αυτή η απόφαση για αύξηση του κατώτατου μισθού.

Σύμφωνα με τον ίδιο, είναι ο υπαρκτός κίνδυνος μια επιχείρηση να αρχίσει από εδώ και πέρα να αναγκάζει τους εργαζομένους της να δηλώνουν ότι απασχολούνται με μερική και όχι με πλήρη απασχόληση. Τέτοιες συμπεριφορές στην αγορά μπορεί να αυξηθούν, όπως εκτίμησε, πολλώ δε μάλλον όταν ούτως ή άλλως είναι πολλοί περισσότεροι όσοι αμείβονται με κατώτατο μισθό, απασχολούνται κυρίως στη τεράστια κατηγορία των ευέλικτων μορφών εργασίας.

Σύμφωνα με στοιχεία από το σύστημα της «ΕΡΓΑΝΗ», με κατώτατο μισθό αμείβεται το 35% όσων εργάζονται με μερικό καθεστώς απασχόλησης, έναντι μόλις 14% όσων εργάζονται με πλήρη απασχόληση.

«Σε μια συγκυρία, όπου το ζητούμενο είναι η αύξηση της παραγωγής, των εξαγωγών και των επενδύσεων, θα περίμενε κανείς μιας διαφορετική αντιμετώπιση για να στηριχθούν οι χαμηλό μισθοί, όπως το να περιορισθεί το μη μισθολογικό κόστος, ώστε η επιβάρυνση να μην πέφτει στις πλάτες των επιχειρήσεων και να δημιουργούνται κίνητρα για μαύρη εργασία και αύξηση της ανεργίας», ανέφερε χαρακτηριστικά ο κ. Βέττας.

Επικίνδυνη η ιδέα πως βγήκαμε από τα μνημόνια, άρα επιστρέφουμε στη κανονικότητα

Σχολιάζοντας συνολικά την σημερινή εικόνα της οικονομίας, ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ, έκανε σαφές ότι έχουμε υποτιμήσει την απειλή από μια διεθνή επιβράδυνση της οικονομίας και χαρακτήρισε «ως μεγαλύτερο για εμάς κίνδυνο να παρερμηνευθεί ο ρυθμός ανάπτυξης 2%, όσο εκτιμάται δηλαδή ότι θα είναι η φετινή αύξηση του ΑΕΠ, και να θεωρηθεί ότι η Ελλάδα βρίσκεται στην αρχή μιας βιώσιμης ανάπτυξης».

Τρεις εστίες ανησυχίας, περιέγραψε, για την πορεία της ελληνικής οικονομίας ως τη διεξαγωγή των εκλογών. Ο πρώτος κίνδυνος αφορά το πόσο γρήγορα θα καλλιεργήσει η Ελλάδα τις σχέσεις της με τις αγορές, τονίζοντας ότι η επιστροφή στην κανονικότητα δεν κτίζεται με μια μόνο έξοδο, σαν τη σημερινή, παρά χρειάζονται πολλά και διαδοχικά βήματα.

«Κάθε μήνας που χάνεται, και εφόσον αποκτήσουμε τελικά επαφή με τις αγορές, μετεκλογικά, θα το πληρώσουμε ακριβά, τόσο η χώρα, όσο και η ιδιωτική οικονομία», ανέφερε ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ.

Ο δεύτερος κίνδυνος σχετίζεται με το πάγωμα μεταρρυθμίσεων, της συλλογής φόρων και των αποκρατικοποιήσεων, και ο τρίτος κίνδυνος προέρχεται από μια παρατεταμένη προεκλογική περίοδο, όπου τα οικονομικά μεγέθη θα υποχωρούν, και ταυτόχρονα η πόλωση θα ενισχύεται, υπονομεύοντας τη συναίνεση που απαιτείται για την επόμενη ημέρα.

Είμαστε πιο ανίσχυροι απ' ότι το 2008

Συγκρίνοντας την περίοδο πριν τη κρίση με το σήμερα, ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ επεσήμανε ότι παρ' ότι ακούγεται παράδοξο, έπειτα από τρία μνημόνια, η σημερινή Ελλάδα δεν είναι πιο ισχυρή απ' ότι το 2008.

«Θα έλεγε κανείς ότι η οικονομία μας μετά από μια 10ετή περιπέτεια, θα έπρεπε να είναι πολύ πιο ισχυρή από ότι το 2008. Η ευκαιρία όμως χάθηκε. Η περίοδος που διανύουμε θυμίζει πολύ την περίοδο πριν τα Μνημόνια. Αφενός το διεθνές περιβάλλον βαραίνει, αφετέρου καλλιεργείται ξανά ένα κλίμα ότι το Δημόσιο είναι πιο ασφαλές, ενώ το κόστος χρηματοδότησης για την Ελλάδα παραμένει πολύ υψηλό», επεσήμανε χαρακτηριστικά. Και προσέθεσε πως η ιδέα ότι επιστρέφουμε με τη λήξη των μνημονίων στην κανονικότητα, είναι πολύ επικίνδυνη.