Του Γιώργου Φιντικάκη
Το μήνυμα πως ο κίνδυνος μιας μελλοντικής επιστροφής της οικονομίας σε ύφεση είναι υπαρκτός εφόσον δεν αυξηθούν οι επενδύσεις, στέλνει το ΙΟΒΕ, επισημαίνοντας ταυτόχρονα ότι μια μακρά προεκλογική περίοδος θα φέρει σοβαρά εμπόδια ανάκαμψης.
«Η έναρξη μιας μακράς προεκλογικής περιόδου θα επιφέρει σοβαρά εμπόδια ανάκαμψης της οικονομίας», σημείωσε με νόημα ο πρόεδρός του, Τάκης Αθανασόπουλος, με αφορμή την παρουσίαση της τριμηνιαίας έκθεσης για την ελληνική οικονομία.
Στον απόηχο των ανησυχητικών σημάτων που στέλνει τελευταίως η οικονομία, όπως χθες ο ΣΕΒ, και ενώ η οικονομική πολιτική έχει εξελιχθεί σε διεκπεραίωση των προεκλογικών σχεδιασμών της κυβέρνησης, το ΙΟΒΕ τονίζει ότι οι ρυθμοί ανάπτυξης πέριξ του 2%, τους οποίους προβλέπει για φέτος, δεν είναι αρκετοί για να ξεφύγουμε από τον κίνδυνο.
«Ο ρυθμός ανάπτυξης για την Ελλάδα το 2019 αναμένεται ίδιος ή ελαφρώς χαμηλότερος του 2018», αναφέρει χαρακτηριστικά η έκθεση, σημειώνοντας ότι δεν δείχνει να είναι διατηρήσιμος σε βάθος χρόνου και κινούμενος σε κάθε περίπτωση πολύ χαμηλότερα των κυβερνητικών προβλέψεων (2,5%). Είχαν προηγηθεί οι εκτιμήσεις της έκθεσης του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας Γ. Στουρνάρα που μιλούσαν για ανάπτυξη 1,9% φέτος, ενώ σήμερα η Capital Economics έκανε πρόβλεψη ακόμη και για 1,5%.
Σε μια συγκυρία επιβράδυνσης της οικονομίας της Ευρωζωνης και με τη Γερμανία στα πρόθυρα της ύφεσης, το ΙΟΒΕ αναδεικνύει την απογοητευτική πορεία των επενδύσεων, που κινούνται σε ποσοστά 50% κάτω του μέσου όρου της Ευρωζώνης, αλλά και την αργή αποκλιμάκωση της ανεργίας, που φαίνεται να παγιώνεται κάπου στο 15%.
«Αν η ελληνική οικονομία δεν απελευθερώσει και κινητοποιήσει ισχυρές παραγωγικές δυνάμεις μέσα από κατάλληλες διαρθρωτικές τομές, τότε στο μέλλον θα υπάρξει γρήγορα επιστροφή στην ύφεση, η οποία με τη σειρά της θα υπονομεύσει και την εξυπηρέτηση του χρέους στα επόμενα χρόνια», προέβλεψε χαρακτηριστικά ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ, Νίκος Βέττας.
Το μήνυμα του ΙΟΒΕ είναι ότι εύκολα ή δύσκολα, η ελληνική οικονομία θα πιάσει φέτος έναν ρυθμό κοντά στο 2%, ο οποίος ωστόσο δεν αρκεί για restart, δίχως μάλιστα να αποκλείει ότι αν επιδεινωθεί η επιβράδυνση στην Ευρωζώνη, ίσως να μην επιτευχθεί ούτε αυτός. Τα καλά νέα, σύμφωνα με το ΙΟΒΕ, είναι ότι ολοένα και περισσότερες επιχειρήσεις γίνονται εξωστρεφείς, ότι κανείς δεν μιλά πλέον για κίνδυνο Grexit, όπως και ότι η οικονομία δεν φοβάται τις εκλογές, καθώς βλέπει ότι η επόμενη κυβέρνηση δεν πρόκειται να ανατρέψει τη δημοσιονομική πειθαρχία.
Αυτή όμως μόνο η μία όψη του νομίσματος. Η άλλη όψη αφορά το προϊόν αυτής της ανάπτυξης, το οποίο είναι συγκυριακό, αντί για διατηρήσιμο, καθώς στηρίζεται αποκλειστικά στο μόνιμο «σωτήρα» της οικονομίας, δηλαδή τον τουρισμό, και στις εξαγωγές.
«Αν το 2% ήταν διατηρήσιμο για την επόμενη 15ετία, θα έλεγα ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο άσχημα», ανέφερε ο κ. Βέττας. «Αλλά αν αυτό είναι το μέγιστο που μπορεί να πετύχει μια χώρα που υποτίθεται ότι θα έπρεπε να τρέχει στα πρώτα χρόνια μετά τα μνημόνια, και μετά ο ρυθμός υποχωρήσει στο 1%, τότε είναι ανεπαρκής. Διότι υπάρχουν πολλοί κίνδυνοι. Αν η ανάπτυξη δεν κινηθεί με 3-4%, θα υπάρξει απόκλιση από την Ευρωζώνη, αφετέρου πρόβλημα στη διαχείριση του ιδιωτικού και δημόσιου χρέους», σημείωσε με νόημα.
Και αυτό διότι, όπως εξήγησε, η μακροχρόνια τάση προς το 1%, είναι ασθενέστερη από την υπόλοιπη Ευρώπη και σχετίζεται με χαμηλή παραγωγικότητα και χαμηλές επενδύσεις. «Αν αυτά δεν αλλάξουν, τότε θα υπάρξουν προβλήματα, πολλώ δε μάλλον όταν εξωγενείς παράγοντες, όπως η Ιταλία, αργά ή γρήγορα θα επηρεάσουν ξανά την ευρωπαϊκή οικονομία», τονίζει ο γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ.
Ο Τσίπρας θα εξαντλήσει τον δημοσιονομικό χώρο
Ερωτηθείς αν εκτιμά ότι υπάρχουν επιπλέον περιθώρια, όπως υποστήριξε στην τηλεοπτική του συνέντευξη ο Πρωθυπουργός, προκειμένου να κάνει κι άλλες παροχές, ο κ. Βέττας απάντησε «θα μου φαινόταν περίεργο να μην εξαντληθεί ο όποιος δημοσιονομικός χώρος ως την ημέρα των εκλογών».
Τέλος, θύμισε μια ακόμη μεγάλη αβεβαιότητα για την οικονομία, δηλαδή το θέμα με τα αναδρομικά, κι όλα αυτά ενώ φαίνεται να υπάρχει κόπωση στον εισπρακτικό μηχανισμό και ενδείξεις αύξησης της παραοικονομίας.