Ανάπτυξη στο 2,3 - 2,5% το 2020 «βλέπει» το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) στην τριμηνιαία έκθεσή του για την ελληνική οικονομία, την οποία παρουσίασε σήμερα. Η κλιμάκωση της ανάπτυξης προκύπτει από την μεγαλύτερη επενδυτική δραστηριότητα, λόγω πιστωτικής επέκτασης, φοροελαφρύνσεων στις επιχειρήσεις, έργων σε αποκρατικοποιήσεις – παραχωρήσεις (+15%) και νέα αύξηση εξαγωγών (+4-5%).
Ακόμη, σημειώνεται ήπια άνοδος ιδιωτικής κατανάλωσης (+1,0%) και μικρή περιστολή καταναλωτικών εξόδων του δημοσίου από μεταρρυθμίσεις στη διαχείριση των δημοσίων οικονομικών (-0,5%). Η ισχυρότερη εγχώρια ζήτηση θα αποτυπωθεί στις εισαγωγές (+6,0-6,5%).
Σύμφωνα με τον Γενικό Διευθυντή του ΙΟΒΕ, Νίκο Βέττα, ο πραγματικός ρυθμός μεγέθυνσης της οικονομίας αναμένεται κατά το τρέχον έτος ανάμεσα στο 1,5% και 2%, όπως ήταν και στα δύο προηγούμενα έτη, ενώ κατά το επόμενο αναμένεται να υπερβεί το 2%. «Η σημερινή βάση δημιουργεί θετικές προοπτικές αλλά δεν λείπουν οι κίνδυνοι και οι λόγοι για εγρήγορση. Αυτοί σχετίζονται αφενός με τη δομή της ελληνικής οικονομίας και αφετέρου με αρνητικές εξελίξεις που μπορεί να προκύψουν στο διεθνές περιβάλλον», υπογράμμισε ο Ν. Βέττας.
Όπως τόνισε η ανάπτυξη της οικονομίας στηρίζεται σε βάση που αποτελείται από τρεις κύριους πυλώνες: τη δημοσιονομική εξισορρόπηση που έχει επιτευχθεί, τη στόχευση της οικονομικής πολιτικής στη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, και τη μείωση του κόστους χρηματοδότησης της χώρας.
Παράλληλα ανέφερε πως «η διεύρυνση της φορολογικής βάσης αποτελεί κεντρική προϋπόθεση για τη βελτίωση της δομής του νέου συστήματος. Μια πολιτική που θα επιβραβεύει τις διαφανείς συναλλαγές στα τμήματα της αγοράς όπου υπάρχει υψηλότερη φοροδιαφυγή, θα ήταν η κατάλληλη».
Οι θετικές προοπτικές της οικονομίας αποτυπώνονται και στη βελτίωση του οικονομικού κλίματος, που είναι ιδιαίτερα ισχυρή. Ο δείκτης οικονομικού κλίματος του IOBE βρίσκεται συνολικά στο υψηλότερο επίπεδο από την έναρξη της κρίσης το 2008, ενώ ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης βρίσκεται στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων δεκαεννέα ετών.
Πρέπει η σημερινή θετική συγκυρία να χρησιμοποιηθεί ώστε να αποτελέσει βάση για συστηματικά υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης κατά την επόμενη δεκαετία, σημείωσε.