Ο Ασκός του Αιόλου για τους δημόσιους υπαλλήλους φαίνεται ότι πλέον ανοίγει διάπλατα στην Ελλάδα από τη στιγμή που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο γίνει αποδεκτή η πρόταση ΔΝΤ-Σόιμπλε που προβλέπει αυτόματες περικοπές δαπανών και ειδικά μισθών, συντάξεων και πιθανών απολύσεων στον στενό δημόσιο τομέα.
Η πολιτική εκτίμηση είναι πως το «ταμπού» του ανέγγιχτου υπετροφικού Δημόσιου Τομέα έχει αρχίσει πλέον να ραγίζει και αυτή που καλείται να το σπάσει είναι η κυβέρνηση της Αριστεράς. Από τη στιγμή που στο τραπέζι του Eurogroup συμφωνηθούν τα χαρακτηριστικά του μηχανισμού περικοπής δαπανών και λήψης «προληπτικών» μέτρων, είναι θέμα χρόνου να ξεκινήσει η εφαρμογή τους. Τα τελευταία 24ωρα και λίγο πριν το Eurogroup της Δευτέρας διοχετεύονται πληροφορίες ότι το ΔΝΤ έχει ζητήσει απολύσεις τουλάχιστον 30.000 υπαλλήλων και μειώσεις μισθών πάνω από 10-12% με ορίζοντα το 2018. Αν οι πληροφορίες αυτές είναι αληθείς, αποκαλύπτουν και την αφορμή πίσω από τη λυσσαλέα επίθεση της κυβέρνησης στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την προσπάθεια να αποτραπεί η αποσαφήνιση των μέτρων που βρίσκονται στο τραπέζι.
Παράλληλα η ευθεία διασύνδεση της διευθέτησης του χρέους με την αποδοχή πρόσθετων προληπτικών 3,6 δισ. ευρώ, «εγκλωβίζει» εκ των πραγμάτων την κυβέρνηση στην ατραπό της περιστολής των δημοσίων δαπανών και της δίνει ουσιαστικά τρεις βασικές πηγές από τις οποίες θα κληθεί να κόψει δαπάνες αν δεν επιτευχθούν οι στόχοι των υπερβολικά υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων: τις πληρωμές μισθών και συντάξεων οι οποίες σύμφωνα με τον προϋπολογισμό φτάνουν τα 18,8 δισ. ευρώ ετησίως, τις δαπάνες ασφάλισης και περίθαλψης που ανέρχονται σε 13,9 δισ. ευρώ και τις λειτουργικές δαπάνες του δημοσίου που φτάνουν τα 5,1 δισ. ευρώ. Η δεύτερη έχει ιδιαίτερα ευαίσθητα κοινωνικά χαρακτηριστικά και επιτρέπει περιορισμένες παρεμβάσεις, η τρίτη δεν έχει σημαντικά περιθώρια περικοπών, οπότε το βάρος εκ των πραγμάτων πέφτει στους μισθούς, τις συντάξεις, στο κλείσιμο-συγχώνευση οργανισμών και εμμέσως στις απολύσεις.
Το πολιτικό σύστημα από αριστερά και δεξιά είναι προφανές πως θα δυσκολευτεί πολύ να αποδεχτεί ως «βέλτιστη λύση» αυτή που ευθαρσώς πρότειναν μέσα στην εβδομάδα οι βιομήχανοι και οι τραπεζίτες του ΣΕΒ. Δηλαδή τη μείωση «σε εύλογο χρονικό διάστημα» του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων του στενού δημόσιου τομέα κατά 180.000 άτομα (-50%) και το κούρεμα των μέσων μικτών μισθών κατά 565 ευρώ ετησίως (-3%) ως μέσο για να εξομοιωθεί το κόστος συντήρησης του υπετροφικού ελληνικού δημοσίου με τα δεδομένα που ισχύσουν στην υπόλοιπη Ευρώπη και παράλληλα να σταματήσει η καταστροφική επιβάρυνση του ιδιωτικού τομέα με πρόσθετους φόρους. Η ίδια η πρόταση του ΣΕΒ για μείωση των δημοσίων υπαλλήλων του στενού δημόσιου τομέα κατά 180.000 άτομα, δεν φαίνεται να είναι καν μελετημένη ή κοστολογημένη και μάλλον εξυπηρετεί περισσότερο το ρόλο της φωτοβολίδας. Μόνο το οικονομικό κόστος των αποζημιώσεων που θα απαιτούνταν για να απομακρυνθούν τόσοι άνθρωποι από τις δημόσιες υπηρεσίες θα απαιτούσε τουλάχιστον ένα ακόμη μνημόνιο 10-15 δισεκατομμυρίων ευρώ, για να μην αναφερθούμε στον ευρύτερο κοινωνικό αντίκτυπο ή στις υφεσιακές διαστάσεις των απολύσεων. Συνεπώς θέμα μαζικής απομάκρυνσης δημοσίων υπαλλήλων είναι μάλλον αδύνατο να τεθεί στο μέλλον, και το πιθανότερο είναι το βάρος να πέσει σε μέτρα όπως η διατήρηση του καθεστώτος της μίας πρόσληψης έναντι 5 αποχωρήσεων –συνταξιοδοτήσεων, στην αξιολόγηση, την κινητικότητα και την επανακατάρτιση για να καλυφθούν τα κενά, και -σε ότι αφορά στις άμεσες περικοπές κόστους- στη μείωση των αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων.
Αρκετοί στην κυβέρνηση και περισσότεροι στην Αντιπολίτευση έχουν αρχίσει να αντιλαμβάνονται στις ιδιωτικές συνομιλίες τους ότι τα περιθώρια επιβολής περισσότερων νέων φόρων για την αύξηση των εσόδων είναι πλέον περιορισμένα και ότι η λύση της περιστολής δαπανών στο Δημόσιο με μειώσεις μισθών ή κλεισίματος οργανισμών κλπ, προβάλει ως μονόδρομος για τα επόμενα χρόνια, παρά την υφεσιακή δυναμική που υποκρύπτει. Καμία πλευρά του πολιτικού συστήματος, όμως, δεν είναι έτοιμη ή πρόθυμη να συγκρουστεί με την εκλογική της πελατεία ή να αναλάβει το πιθανό κόστος μιας ισχυρής κοινωνικής έκρηξης. Από τη στιγμή που αυτό δεν έγινε στα πρώτα χρόνια των μνημονίων και όταν αποκαλύπτονταν οι αθρόες προσλήψεις από το παράθυρο άνω των 860 χιλιάδων συμβασιούχων και μόνιμων υπαλλήλων την περίοδο 2004-2009, οτιδήποτε γίνει από εδώ και πέρα για τον εξορθολογισμό του Δημοσίου, θα γίνει δια της έξωθεν επιβολής.
Η ίδια η ψαλίδα που έχει ανοίξει πλέον μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού τομέα είναι τέτοια που μοιραία καλλιεργεί συνθήκες «κοινωνικού αυτοματισμού» καθώς οι ιδιωτικοί υπάλληλοι και πολύ περισσότεροι οι άνεργοι του ιδιωτικού τομέα βρίσκονται σε πολύ χειρότερη θέση και δικαίως αγανακτούν όταν αντιλαμβάνονται πως οι μεν είναι καταδικασμένοι στην ανεργία, και οι δε υποχρεωμένοι να εργάζονται σε όλο και πιο δυσμενείς συνθήκες ώστε να συντηρείται ο υπετροφικός δημόσιος τομέας και η αναποτελεσματικότητα του κρατικού μηχανισμού.
Η διαφορά των αποδοχών και των συνθηκών εργασίας είναι πλέον αρκετά έντονη για να μην προκαλεί αντιδράσεις και δυσαρέσκεια: Οι μέσες αποδοχές στον δημόσιο τομέα ανέρχονται σήμερα σε 1.050 ευρώ όταν στον ιδιωτικό τομέα δεν υπερβαίνουν τα 780 ευρώ. Συνολικά σύμφωνα με τα στοιχεία του ΣΕΒ, οι αμοιβές στο δημόσιο υπερβαίνουν εκείνες του ιδιωτικού τομέα κατά 19% στην Ελλάδα όταν δεν λαμβάνονται υπόψη οι εργοδοτικές εισφορές και κατά 46%, περιλαμβανομένων των εργοδοτικών εισφορών.
Υπό το πρίσμα των παραπάνω, η επιμονή του ΔΝΤ και της Γερμανίας να υπάρξει συγκεκριμένη και θεσμοθετημένη λίστα περικοπών ή σε κάθε περίπτωση κάποιου είδους ισχυρή νομική δέσμευση για την ανεξάρτητη –από πολιτικές παρεμβάσεις- λειτουργία του μηχανισμού και την απαρέγκλιτη εφαρμογή του σχεδίου μείωσης των δαπανών, έχει δύο στοχεύσεις. Αφενός να δεσμεύσει την παρούσα και τις μελλοντικές κυβερνήσεις στην κατεύθυνση της μείωσης του Δημοσίου αντί επιβολής νέων φόρων, και αφετέρου να τις διευκολύνει, χρεώνοντας σε έναν «ανεξάρτητο» μηχανισμό τις πολιτικά δύσκολες αποφάσεις.