Του Γιώργου Φιντικάκη
Κάθε φορά που πιάνει δυνατή βροχή στη Μάνδρα, ο Μανώλης Μπαζίγος αναγκάζεται να σβήνει τις μηχανές του εργοστασίου του, καθώς οι συνεχές πτώσεις τάσης λόγω του απαρχαιωμένου δικτύου του ΔΕΔΔΗΕ τού έχουν μέχρι σήμερα κοστίσει ζημιές δεκάδων χιλιάδων ευρώ, σε εξοπλισμό αξίας πολλών εκατομμυρίων ευρώ.
Συνθήκες αντίξοες που δεν αντιμετωπίζουν οι Ευρωπαίοι ανταγωνιστές του, όπως επίσης η επιδεικτική αδιαφορία από τους εμπορικούς ακολούθους των ελληνικών πρεσβειών σε διάφορες χώρες, με την οποία έρχεται συχνά αντιμέτωπος ο Δημήτρης Κοίλιαρης της κεραμοποιίας SABO, κάθε φορά που ο ίδιος συμμετέχει σε διεθνείς εκθέσεις, όπου η ελληνική διπλωματική παρουσία είναι, όπως λέει, ανύπαρκτη. Και αν για έναν Γερμανό βιομήχανο η μεγαλύτερη διαφήμιση είναι το «made in Germany», στην περίπτωση της Ελλάδας, σύμφωνα με τον Βαγγέλη Γκιζελή, ιδρυτή της Γκιζελής Robotics, το ελληνικό brandname λειτουργεί ακόμη αποτρεπτικά και η μόνη διαφήμιση είναι οι ευχαριστημένοι πελάτες από τις υπηρεσίες που τους προσφέρει.
Τα παραπάνω είναι μόνο μερικά από τα χιλιάδες περιστατικά παραλογισμού που συναντούν καθημερινά όσοι επιχειρηματίες επιμένουν να παράγουν στην Ελλάδα και οι οποίοι τα καταφέρνουν, όχι επειδή το κράτος έχει αντιληφθεί τη σημασία της βιομηχανίας για την οικονομία, αλλά επειδή απλώς οι ίδιοι διαθέτουν επιχειρηματικό δαιμόνιο, εφευρετικότητα και πείσμα.
Σε αυτό το περιβάλλον, ο «Φ» συνέλεξε και παρουσιάζει μερικές πραγματικές περιπτώσεις καθημερινής τρέλας, μέσα από τα λόγια των ίδιων των πρωταγωνιστών. Κάποιοι απάντησαν επώνυμα, άλλοι όχι, ενώ αρκετοί συμμετείχαν στη σειρά από βίντεο που δημοσίευσε πρόσφατα ο ΣΕΒ, προβάλλοντας τις ιστορίες δυναμικών, μεσαίων και μικρών, επιχειρήσεων της μεταποίησης. Ωστόσο, τα λόγια τους δείχνουν ότι αν θέλουμε πράγματι να αλλάξουμε «πίστα», από μόνες τους οι εγγενείς δυνάμεις της βιομηχανίας δεν αρκούν.
Όταν ο μεγάλος αντίπαλος του επιχειρείν είναι μια απλή... μπόρα
Σε μια συγκυρία όπου η επίσημη πολιτεία μιλάει για τα οφέλη της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης και όπου η ενίσχυση της μεταποίησης αποτελεί τη βασική κατεύθυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στην Ελλάδα η βιομηχανία ψάχνει ακόμη κάποιον υπουργό για να συζητήσει το θέμα της φορολογίας και του υψηλού ενεργειακού κόστους και προσπαθεί μόνη της να αποφύγει τις καθημερινές «τρικλοποδιές».
Όπως για παράδειγμα αυτές της Εφορίας, η οποία συχνά δεν αναγνωρίζει το σύνολο των δαπανών που έκαναν τα στελέχη μιας επιχείρησης κατά την παρουσία τους στο εξωτερικό και τις απορρίπτει εάν εκείνες δεν συμπίπτουν με τις ακριβείς ημερομηνίες της έκθεσης, ακόμη και όταν η παράταση της παραμονής τους εκεί ήταν επιβεβλημένη για πραγματικούς λόγους και όχι για τουρισμό.
Έπειτα, είναι αυτό που συμβαίνει με το καθεστώς των αποσβέσεων, όπου ο Έλληνας επιχειρηματίας αποσβένει την αγορά ενός νέου μηχανήματος με υπερβολικά αργό ρυθμό, σε διάστημα 10 ετών, έναντι μόλις 5 ενός Γάλλου ή ενός Ολλανδού, που σημαίνει αύξηση των φορολογητέων κερδών και περιορισμό των διαθέσιμων κεφαλαίων για επενδύσεις, και μάλιστα σε περίοδο χρηματοδοτικής στενότητας και απουσίας τραπεζικού δανεισμού.
Στη πραγματικότητα και παρ' ότι τελευταίως έχει γίνει της μόδας οι πάντες στην Ελλάδα να μιλούν για τη σημασία της βιομηχανίας στη μεταμνημονιακή εποχή, οι «παιδικές ασθένειες» (φόροι, ενεργειακό κόστος, γραφειοκρατία) είναι όλες εδώ, και αν δεν αντιμετωπισθούν, τότε οι φωτεινές εξαιρέσεις κάποιων καινοτόμων ελληνικών βιομηχανιών θα παραμείνουν εξαιρέσεις.
Κάθε φορά που βρέχει, εμείς κλείνουμε τις μηχανές
«Η κατάσταση στη Βιομηχανική Περιοχή της Μάνδρας είναι ιδιαίτερα προβληματική», όπως εξηγεί στον «Φ», ο Μανώλης Μπαζίγος, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Ν. ΜΠΑΖΙΓΟΣ ΑΒΕΕ, που αναπτύσσει και κατασκευάζει συστήματα υψηλής ακρίβειας, δηλαδή καλούπια και αυτοματισμούς για την παραγωγή μαζικών προϊόντων καθημερινής χρήσης από πολυεθνικές όπως η Bic και η ΦΑΓΕ.
«Και δεν είναι μόνο η πλημμύρα από την οποία σωθήκαμε παρά τρίχα ή το γεμάτο λακκούβες και δαιδαλώδες οδικό δίκτυο. Εδώ και αρκετά χρόνια αντιμετωπίζουμε κακής ποιότητας ρεύμα. Κάθε φορά που έρχεται δυνατός άνεμος και βροχή, είτε κλείνουμε τις μηχανές και σταματάμε την παραγωγή μας είτε ρισκάρουμε τη βλάβη του μηχανολογικού μας εξοπλισμού από πτώσεις τάσεων που στοιχίζουν δεκάδες χιλιάδες ευρώ, καθώς τα μηχανήματα έχουν ευαίσθητα ηλεκτρονικά συστήματα τελευταίας τεχνολογίας», όπως λέει χαρακτηριστικά ο επικεφαλής μιας εταιρείας, της οποίας το 70% του τζίρου προέρχεται από συνεργασίες με ΗΠΑ, Γαλλία, Γερμανία, Ολλανδία, χώρες με πολύ πιο ελκυστικό καθεστώς αποσβέσεων.
Αυτό είναι το έτερο μεγάλο αγκάθι για χιλιάδες ελληνικές επιχειρήσεις, καθώς από το 2013 και μετά, ο ρυθμός απόσβεσης της αγοράς ενός καινούργιου μηχανήματος μειώθηκε σε 10% τον χρόνο, που σημαίνει μεγάλη αύξηση των φορολογητέων κερδών. «Χρειάζονται 10 ολόκληρα χρόνια για να αποσβεστεί ένα νέος εξοπλισμός, όταν σήμερα η τεχνολογική ανάπτυξη τρέχει ιλιγγιωδώς και απαιτείται αντικατάσταση των μηχανημάτων κάθε τρία χρόνια, προκειμένου να είμαστε ανταγωνιστικοί με το εξωτερικό.
Τακτική παράλογη, που γίνεται για καθαρά εισπρακτικούς λόγους και πλήττει τα επενδυτικά μας σχέδια, όταν το άπλωμα των φορολογικών υποχρεώσεων σε περισσότερα χρόνια θα επέτρεπε περισσότερες επενδύσεις και, άρα, τόνωση της εθνικής οικονομίας» σύμφωνα με τον νεαρό επιχειρηματία.
Πού πήγαν οι Έλληνες διπλωμάτες;
Κλειδί για την ενίσχυση της εξωστρέφειας κάθε χώρας είναι η οικονομική διπλωματία της, αρκεί αυτό να μη μένει στα λόγια. «Τα εμπορικά όμως τμήματα των πρεσβειών μας, δηλαδή οι διπλωμάτες μας, είναι δυστυχώς ανύπαρκτοι», σύμφωνα με τον Δημήτρη Κοίλιαρη, πρόεδρο και διευθύνοντα σύμβουλο της κεραμοποιίας SABO, μία από τις τρεις καλύτερες στον κόσμο, με εξαγωγές σε περισσότερες από 40 χώρες. Όπως αφηγείται στον «Φ», πολλές φορές σε εκθέσεις όπου συμμετέχει η SABO, ακόμη και εδώ στην Ελλάδα, την επισκέπτονται άτομα από πρεσβείες άλλων χωρών, προκειμένου να της παρουσιάσουν προϊόντα.
«Όταν λοιπόν τους ρωτάμε από ποια εταιρεία προέρχονται, μας απαντούν πως εργάζονται σε πρεσβεία και ότι αν ενδιαφερόμαστε για συγκεκριμένα προϊόντα, θα μας φέρουν σε επαφή με τους αντίστοιχους επιχειρηματίες από τη χώρα τους. Υπάρχει μεγάλη βοήθεια, την οποία έχω διαπιστώσει ο ίδιος προσωπικά με την ιταλική μας εταιρεία.
Δυστυχώς οι Έλληνες διπλωμάτες δημιουργούν δυσκολίες και καθυστερήσεις ακόμα και στην έκδοση των αδειών παραμονής για τους πελάτες που θέλουν να επισκεφτούν τις εγκαταστάσεις μας», είναι τα λόγια του κ. Κοίλιαρη, που ως επικεφαλής μιας επαρχιακη?ς βιομηχανι?ας ανταγωνι?ζεται επι? ι?σοις ο?ροις γερμανικε?ς, γαλλικε?ς και ισπανικε?ς βιομηχανι?ες, αναλαμβάνοντας τη μελε?τη, κατασκευη? και τοποθε?τηση εργοστασι?ων κεραμοποιι?ας, δηλαδη? με το κλειδι? στο χε?ρι.
Κι όλα αυτά, όταν η ελληνική επιχειρηματικότητα έχει να αντιμετωπίσει προβλήματα σαν το country risk, όπως αυτό αποτυπώνεται στο κόστος του τραπεζικού δανεισμού, όπου παραμένει τεράστια η ψαλίδα ανάμεσα στα ελληνικά τραπεζικά επιτόκια και εκείνα στα οποία έχουν πρόσβαση οι ανταγωνιστές από Γερμανία, Γαλλία και Ιταλία.
«Το χαμηλό credit rating και η προβληματική κατάσταση της χώρας μας καθιστούν υποχρεωτική την έκδοση αντεγγυήσεων από τράπεζες Α' κλάσης, με σημαντικό κόστος για την ολοκλήρωση των έργων μας» σημειώνει ο κ. Κοίλιαρης. Και συμβουλεύει όποιον σε πείσμα των καιρών επιμένει να επιχειρήσει στην Ελλάδα, να οπλιστεί με υπομονή και επιμονή, να βασιστεί μόνο στη ποιότητα των προϊόντων του και την εξυπηρέτηση των πελατών του, αφού «αν ξεκινήσει να ζητάει και να περιμένει από τις υποσχέσεις που θα του δώσουν, δεν θα καταφέρει τίποτα».
Το όνομα Ελλάδα προκαλεί ακόμη δυσπιστία
«Όταν στο εξωτερικό ακούν ότι μια εταιρεία προέρχεται από την Ελλάδα, η πρώτη τους αντίδραση είναι η δυσπιστία. Φαντάζει όρος συνώνυμος με την αναξιοπιστία, την τεμπελιά ή τον τυχοδιωκτισμό, κάτι που εδράζεται στη γενικότερη εικόνα της χώρας, την οποία εξάγουμε επιμελώς εκτός συνόρων για πολλά χρόνια» λέει στον «Φ», μεταφέροντας την προσωπική εμπειρία του ο Βαγγέλης Γκιζελής, ιδρυτής της Gizelis Robotics.
Εικόνα που, όπως τονίζει, έρχεται σε έντονη αντίθεση με το καινοτόμο αντικείμενο ενασχόλησης της εταιρείας, δηλαδή τη μελέτη και εγκατάσταση ολοκληρωμένων ρομποτικών εφαρμογών, κάτι που απαιτεί υψηλή τεχνογνωσία και την κατατάσσει στις ανερχο?μενες δυνα?μεις αυτη?ς της νε?ας γενια?ς του επιχειρει?ν. «Καταφέραμε με επιτυχία να μετατρέψουμε αυτό το οξύμωρο σχήμα σε εμπορικό πλεονέκτημα, διότι αυξάνει την περιέργεια των ξένων για την εταιρεία μας», σημειώνει ο κ. Γκιζελής, προσθέτοντας ότι «όχι μόνο δεν το κρύβουμε, αλλά διαφημίζουμε το made in Greece, ακόμα και πάνω στα προϊόντα μας».
Σε οριακό σημείο ΧΥΤΑ, το περιβάλλον στο κόκκινο
«Αν μπορεί κάποιος να τα καταφέρει στην Ελλάδα, μπορεί να τα καταφέρει παντού». Αυτό είναι το μήνυμα του Βύρωνα Βασιλειάδη, προέδρου της Antipollution, μιας από τις λιγοστές εγχώριες εταιρείες διαχείρισης πάσης φύσεως απορριμμάτων, που μεταξύ άλλων συλλέγει και στερεά απόβλητα από πλοία που ελλιμενίζονται στον Πειραιά. Έχοντας επενδύσει σε μονάδα στον Ασπρόπυργο, η εταιρεία παράγει από τα απόβλητα το απορριματογενές καύσιμο (RDF), το οποίο και διαθέτει κυρίως για τις ανάγκες της τσιμεντοβιομηχανίας. «Το παράλογο είναι ότι παρά τα πρόστιμα εκατ. ευρώ που έχουν επιβληθεί στην Ελλάδα για τους ΧΥΤΑ, την ευρωπαϊκή πολιτική υπέρ της αξιοποίησης των εγχώριων αποβλήτων, και το γεγονός ότι η Ελλάδα διαθέτει εξειδικευμένες μονάδες παραγωγής απορριμματικού καυσίμου, ακόμη και σήμερα προτιμάται η εισαγωγή του από το εξωτερικό, καθώς λόγω κινήτρων που απολαμβάνουν άλλες χώρες, αυτό είναι φθηνότερο», σύμφωνα με τον Βασιλειάδη.
Στην Ελλάδα απουσιάζει ακόμη το νομοθετικό πλαίσιο που θα παρέχει κίνητρα τόσο στους παραγωγούς τέτοιων τύπων καυσίμου, όσο και στους καταναλωτές τους, δηλαδή ενεργοβόρες βιομηχανίες. Κι όλα αυτά όταν η αξιοποίηση των εγχώριων υπολειμμάτων συμβάλλει αφενός στην αύξηση του προσδοκώμενου χρόνου ζωής των ΧΥΤΑ, αφετέρου στην επίτευξη των στόχων που τίθενται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο διαχείρισης αποβλήτων (η μη επίτευξη των στόχων επιφέρει επιβολή προστίμου στο κράτος-μέλος). «Παρ'' όλα αυτά, σε πείσμα των καιρών, είμαστε εδώ και θα επιμείνουμε», σημειώνει ο επικεφαλής της Antipollution, που απασχολεί 186 εργαζόμενους, επενδύοντας κυρίως σε νέους υψηλής εξειδίκευσης, που εκπαιδεύονται 1-2 φορές τον χρόνο σε Ελλάδα και εξωτερικό.
Αυξήσεις στο ρεύμα, παρ' ότι είναι 60% υψηλότερο απ' ό,τι στην Ευρώπη
Πριν από μερικές εβδομάδες, δημοσιοποιήθηκε η έκθεση του βελγικού ρυθμιστή ενέργειας CREG (της αντίστοιχης ελληνικής ΡΑΕ), που έδειξε ποιες είναι οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας που απολαμβάνει η βιομηχανία σε χώρες όπως Γερμανία, Ολλανδία, Γαλλία, Βέλγιο και Βρετανία. Σύμφωνα με αυτήν, οι μεγάλες ελληνικές ενεργοβόρες βιομηχανίες που εκτίθενται στον διεθνή ανταγωνισμό επιβαρύνονται με υψηλότερο, έως και 60%, κόστος ενέργειας από τους ανταγωνιστές τους στην Ευρώπη.
«Το παράλογο είναι ότι την ίδια στιγμή που βλέπουν το φως της δημοσιότητας τέτοια στοιχεία, το ελληνικό υπουργείο Ενέργειας προωθεί μια αύξηση 10% στα βιομηχανικά τιμολόγια της ΔΕΗ για την υψηλή τάση, γεγονός που αφενός δεν επιλύει το οικονομικό της πρόβλημα, αφετέρου δυσκολεύει ακόμη περισσότερο την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής βιομηχανίας», όπως εξηγεί ο Αντώνης Κοντολέων, γενικός γραμματέας της ΕΒΙΚΕΝ, του συνδέσμου που εκπροσωπεί τις ενεργοβόρες ελληνικές βιομηχανίες. Κι όλα αυτά όταν μέσα στην ίδια χρονιά, τα βιομηχανικά τιμολόγια στην υψηλή τάση έχουν επιβαρυνθεί και με αύξηση 20% από την άνοδο των τιμών του διοξειδίου του άνθρακα.
Σε αντίθεση με τις ελληνικές, οι μεγάλες βιομηχανίες της Ευρώπης επωφελούνται αφενός από τις πλήρως απελευθερωμένες αγορές ηλεκτρισμού που διαμορφώνουν ανταγωνιστικές τιμές ρεύματος, αφετέρου από τις κυβερνήσεις τους, οι οποίες στο πλαίσιο μιας συνολικότερης βιομηχανικής πολιτικής παρεμβαίνουν στο σκέλος των ρυθμιστικών χρεώσεων (τέλη, φόροι κ.λπ.) μειώνοντας σημαντικά το τελικό κόστος ενέργειας.
Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο Παρασκευή 21 Δεκεμβρίου