Κάν' το όπως ο Μυτιληναίος

Κάν' το όπως ο Μυτιληναίος

Του Γιώργου Φιντικάκη

«Όλες οι κρίσεις μπορεί να ξεπεραστούν. Εγώ ξεπέρασα τρεις, του 2005, του 2008 και του 2011».

Το μήνυμα αυτό έστειλε χθες ο Ευάγγελος Μυτιληναίος κατά την εκδήλωση για τα 50 χρόνια της Αλουμίνιον κάνοντας μια σύντομη αναδρομή στην πορεία της επιχείρησης την τελευταία δεκαετία.

Και ξεπέρασε τις κρίσεις με ένα συγκεκριμένο τρόπο: Αιματηρές περικοπές.

Το 2005, όταν αγόρασε την Πεσινέ με περιστολή δαπανών. Το 2008, με κινήσεις αντιστάθμισης κινδύνου, θυσίασε μελλοντικά κέρδη και από το 2012 έως σήμερα με προγράμματα μείωσης κόστους κατάφερε να το συμμαζέψει και να το ρίξει 50% μέσα σε τέσσερα χρόνια.

Εκείνος μείωσε τα κόστη, το «μαγαζί» που λέγεται Δημόσιο πως μπορεί να συμμαζευτεί;

Το κράτος βέβαια δεν είναι επιχείρηση, δεν έχει σκοπό το κέρδος, παρά κοινωνικό ρόλο. Αν όμως καλείται να λειτουργήσει σε ένα βαθμό ως επιχείρηση, εκεί που πρέπει να μιμηθεί μια επιχείρηση, είναι ο εξορθολογισμός. Όλοι άλλωστε ξέρουν ότι το κράτος συνεχίζει να έχει ανορθόδοξες δαπάνες.

Οι κρίσεις με άλλα λόγια ξεπερνιούνται με σχέδιο, θυσίες και ενίοτε με αιματηρές περικοπές. Σε αυτήν τη φάση βρίσκεται σήμερα και το Δημόσιο, τα θέματα που έχουν ανοίξει είναι δύσκολα, και πολλά να κόψει κανείς εδώ που φτάσαμε δεν υπάρχουν. Δεν είναι τυχαίες οι πληροφορίες ότι τα πρόσθετα μέτρα που ζητούν οι δανειστές αφορούν την καρδιά του κράτους, δηλαδή τις συντάξεις, τις αποδοχές στο Δημόσιο, όπως και τις προσλήψεις. Σε αυτήν τη φάση βρίσκεται η Ελλάδα, το συμμάζεμα προκρίνεται να γίνει με σκληρούς τρόπους και τόσο αυτή η κυβέρνηση, όσο και οι επόμενες θα κληθούν να λάβουν τις πιο δύσκολες αποφάσεις.

Άλλωστε ο λογαριασμός για τα μελλοντικά πλεονάσματα, ακόμη κι αν οι πιστωτές δεχθούν να μειωθούν από το 2018 και μετά, δεν βγαίνει μόνο με ιδιωτικοποιήσεις, φόρους και «κόκκινα» δάνεια.

Εμείς πανηγυρίζουμε

Και όμως στην Ελλάδα πανηγυρίζουμε επειδή η πορεία της οικονομίας ήταν τέτοια που φέτος θα καταγραφεί –σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της κυβέρνησης– πρωτογενές πλεόνασμα 1,1% του ΑΕΠ και του χρόνου 2% σύμφωνα με τον προϋπολογισμό. Σίγουρα αποτελεί ένα σημαντικό δημοσιονομικό επίτευγμα. Αλλά αν κανείς κοιτάξει τα στοιχεία, θα δει ότι το πλεόνασμα δεν είναι αποτέλεσμα της μείωσης των δαπανών, ούτε της ανάπτυξης, ούτε των νέων επενδύσεων, παρά της εντεινόμενης λιτότητας και της αφαίμαξης αποταμιεύσεων καταναλωτών και επιχειρήσεων.

Ακόμη και αν δοθεί ζωτικός χώρος στην ελληνική οικονομία, δηλαδή πάψει να συμπιέζεται διαρκώς η χώρα για να παράγει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, και πάλι θα χρειαστεί το συμμάζεμα. Διότι για να μπορέσεις σαν κράτος να κάνεις ανακατανομή πόρων και να πάρεις επιπρόσθετα λεφτά από περισσότερους, θα πρέπει ή να περιμένεις την ανάπτυξη ή να μειώσεις τις δαπάνες.

Ακόμη και αν κάποια στιγμή φέτος ή στο μέλλον συμφωνηθεί η καλοδεχούμενη αναδιάρθρωση του Δημοσίου χρέους, όσο δεν δημιουργούνται προϋποθέσεις για μια διαρκή ανάπτυξη –επενδύσεις σε παραγωγικούς και εξωστρεφείς κλάδους που θα φέρνουν «συνάλλαγμα»–, οι κόποι δεν θα πιάνουν τόπο δίχως συμμάζεμα.

Πώς αξιοποιούνται

Έπειτα, το ερώτημα δεν είναι πόσες είναι οι δημόσιες δαπάνες, αλλά πώς αξιοποιούνται. Για παράδειγμα στην πρόσφατη έκθεση της Κομισιόν για την Παιδεία διαβάζουμε ότι οι δαπάνες της γενικής κυβέρνησης ανήλθαν στο 4,4% του ΑΕΠ, έναντι 4,9% του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Δεν διαφέρει πολύ το ποσοστό, όσο προφανώς ο τρόπος διαχείρισης των χρημάτων.

Έχει επίσης διαπιστωθεί ότι τα υπουργεία πληρώνουν 130 περίπου εκατ. ευρώ για ενοίκια. Εδώ και καιρό η κυβέρνηση έχει αναγγείλει ότι ετοιμάζεται αναλυτικός πίνακας αφενός με όλα τα κτίρια τα οποία νοικιάζει το Δημόσιο (ύψος ενοικίων, εμβαδόν κλπ) και αφετέρου με τα ιδιόκτητα κτίρια σε χρήση ή κενά, έτσι ώστε να συμμαζευτεί το κόστος. Πού είναι ο πίνακας;

Με άλλα λόγια, δεν υπάρχει μικρή ή μεγάλη δαπάνη. Υπάρχει μόνο η αναγκαία και η περιττή δαπάνη, και φυσικά υπάρχει η μη μισθολογική, όπως και η πολιτικά δύσκολη, μισθολογική.