Του Γιώργου Φιντικάκη
Τα πακέτα μέτρων δεν αρκούν για να ξαναβρεί η οικονομία την χαμένη της ελπίδα, και η προεκλογική παροχολογία, δεν μπορεί να κρύψει την πραγματικότητα μιας Ελλάδας πρωταθλήτριας φόρων, απλήρωτων φορολογικών υποχρεώσεων, και ουραγού στον τομέα των επενδύσεων.
Το αποτυπώνει το οικονομικό κλίμα για τον Απρίλιο, που ενώ λογικά θα έπρεπε να ανακάμπτει μπροστά σε τέτοιο βομβαρδισμό παροχών, και μετά από μια βασανιστική μνημονιακή περιπέτεια, αυτό υποχώρησε και μάλιστα σημαντικά.
Απόδειξη ότι η οικονομία δεν μπορεί να αντέξει άλλο το βάρος των υπερπλεονασμάτων, και ενώ οι φορολογούμενοι αρχίζουν να έρχονται αντιμέτωποι με τα πρώτα εκκαθαριστικά της εφορίας, ο δείκτης του ΙΟΒΕ, που τον Μάρτιο είχε μείνει «παγωμένος» στα επίπεδα του Φεβρουαρίου, βούτηξε ξαφνικά τον Απρίλιο στις 100,3 μονάδες. Τέτοια επίπεδα είχε να δει από τον Οκτώβριο του 2018.
Βουτιά που οφείλεται στις αρνητικές τάσεις όπως αυτές καταγράφονται στο λιανεμπόριο, στις κατασκευές και στον τομέα των υπηρεσιών, και η οποία θα ήταν μεγαλύτερη, αν δεν «τσίμπαγε» λίγο η καταναλωτική εμπιστοσύνη, όπως παραδοσιακά συμβαίνει ενόψει εκλογών. Τάση όμως που κι αυτή σταδιακά φθίνει, και που δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη, αφού η ανταπόκριση στις εξαγγελίες, δεν είναι η αναμενόμενη.
Χαρακτηριστικό της απαισιοδοξίας των Ελλήνων είναι ότι στο πλαίσιο του δείκτη καταναλωτικής εμπιστοσύνης εμφανίζουν την τρίτη χειρότερη μέτρηση (-24,7 μονάδες) σε ότι αφορά τις οικονομικές προοπτικές των επόμενων 12 μηνών, μετά τη Μ. Βρετανία που είναι εγκλωβισμένη στη δίνη της αβεβαιότητας του Brexit (-33,3 μονάδες) και τη Βουλγαρία (-31,9 μονάδες).
Η σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη παραμένει απογοητευτική καθώς οι Έλληνες δηλώνουν περισσότερο από κάθε άλλον πολίτη της Ε.Ε. ότι δεν θα αποταμιεύσουν, δεν θα κάνουν κάποια σημαντική αγορά και δεν περιμένουν να αλλάξει κάτι στην οικονομική τους κατάσταση μέσα στο επόμενο 12μηνο.
Αν μετρήσεις σαν τις παραπάνω έχουν κάποια αξία, είναι επειδή αποτελούν τον πρόδρομο δείκτη που αποτυπώνει την τάση για την πορεία του ΑΕΠ. Στην ουσία, οκτώ μήνες μετά τη μνημονιακή έξοδο και παρά το γενικότερο κλίμα παροχών, οι μετρήσεις δείχνουν ότι νοικοκυριά και επιχειρήσεις δεν πιστεύουν πως συντρέχουν οι προσδοκίες για καλύτερες ημέρες. Τα προβλήματα παραμένουν τα ίδια, όπως και η αδιέξοδη πολιτική της άσκοπης λιτότητας, που στο τέλος του χρόνου ή πριν τις εκλογές μεταφράζεται σε κάποιες παροχές, δίχως να συνιστά βιώσιμη ανάπτυξη.
Το παραδέχεται στην ουσία και το ίδιο το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, που επιδείνωσε τις προβλέψεις για την πορεία της ελληνικής οικονομίας στο νέο Σχέδιο Μεταρρυθμίσεων που απέστειλε προ ημερών στις Βρυξέλλες. Σε αυτό διαβάζουμε ότι η πρόβλεψη της κυβέρνησης για την φετινή ανάπτυξη, αναθεωρείται προς τα κάτω, δηλαδή στο 2,3% αντί για 2,5% όπως προέβλεπε ο προϋπολογισμός .
Το 2,3% είναι ο ρυθμός ανάπτυξης που «βλέπει» και η S&P, η οποία στην πρόσφατη έκθεσή της ανέφερε ότι η ανάκαμψη της Ελλάδας θα επιταχυνθεί αν η επόμενη κυβέρνηση κάνει αυτά που πρέπει και εφαρμόσει ακόμη περισσότερες μεταρρυθμίσεις.
Αυτό που μένει να φανεί είναι αν ο ρυθμός αυτός θα καταστεί εφικτός, δεδομένου ότι οι εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος αλλά και του ΙΟΒΕ κάνουν λόγο για ρυθμό ανάπτυξης φέτος το πολύ στο 1,9%, ενώ κάποιο πιο «απαισιόδοξοι», όπως η Capital Economics έχουν μιλήσει ακόμη και για 1,5%.