Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Στις 31 Δεκεμβρίου 2018 ο τραπεζικός δείκτης έκλεισε στις 439,63 μονάδες δεχόμενος ισχυρές πιέσεις μέσα σε ένα μήνα σοβαρών αναταράξεων στις παγκόσμιες αγορές, ενώ λίγο αργότερα στις 21 Ιανουαρίου 2019 «έγραψε» χαμηλό στις 372,20 μονάδες. Την εβδομάδα που μας πέρασε οι μετοχές των ελληνικών τραπεζών έφτασαν έως τις 886 μονάδες σημειώνοντας άνοδο άνω του 100% μέσα στο 2019 και 137% από το χαμηλό του Ιανουαρίου.
Τα κέρδη των τραπεζικών μετοχών είναι υπερδιπλάσια του Γενικού Δείκτη του Χρηματιστηρίου της Αθήνας, κάτι φυσιολογικό αν λάβουμε υπόψη ότι οι τράπεζες είχαν μείνει αρκετά πίσω και είχαν χάσει αρκετά ανοδικά κύματα, αποτελώντας μάλιστα βαρίδι για ολόκληρη την αγορά.
Σε συντριπτικό βαθμό ωστόσο, η χρηματιστηριακή «ανάσταση» των τραπεζών οφείλεται στον περιορισμό του country risk προς το τέλος της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και στη σημαντική βελτίωση των συνθηκών στην ελληνική οικονομία τους τελευταίους μήνες λόγω της πολιτικής αλλαγής, παρά σε εξελίξεις αμιγώς τραπεζικές.
Μόνο η άνοδος του Οκτωβρίου θα μπορούσε να συνδεθεί με τις εξελίξεις που έχουν τρέξει για τις ίδιες τις τράπεζες και ειδικότερα με την έγκριση του «Ηρακλή» από την Κομισιόν. Μέσα στο μήνα ο ΓΔ ενισχύθηκε μόλις κατά 1,37% ενώ ο δείκτης των τραπεζών δέχθηκε σχεδόν 5πλάσια ώθηση με κέρδη 6,57%.
Κι όμως παρά την εντυπωσιακή τους άνοδο οι τραπεζικές μετοχές δεν έχουν ακόμα «ξυπνήσει». Στο σύνολό τους οι αναλύσεις οίκων αξιολόγησης και επενδυτικών τραπεζών για τον κλάδο ενώ στέκονται στις θετικές εξελίξεις και κυρίως στην οριστική άρση των capital controls και στην έγκριση του Ηρακλή, τηρούν επιφυλακτική στάση. Διότι θέλουν να δουν αν θα λειτουργήσει ομαλά ο Ηρακλής και τις εξελίξεις στο μέτωπο της ανάπτυξης, αφού η επίτευξη υψηλότερων ρυθμών θα βοηθήσει καθοριστικά την ανάκαμψη των τραπεζών.
Χαρακτηριστική είναι η «ετυμηγορία» της Bank of America Merrill Lynch, η οποία ξεκινά εκ νέου την κάλυψη των μετοχών των ελληνικών τραπεζών και ενώ τηρεί επιφυλακτική στάση, βλέπει περιθώρια ανόδου έως και 25%. Συστήνει δε, στους επενδυτές που θέλουν να τοποθετηθούν στις ελληνικές τράπεζες να απαντήσουν πρώτα στο ερώτημα αν μπορούν να μειωθούν τα «κόκκινα» δάνεια σε εύλογο χρονικό διάστημα χωρίς να χρειαστούν κεφάλαια.
Αυτός είναι ο προβληματισμός των επενδυτών και μόνο αν δοθεί θετική απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα θα «ξεμπλοκάρει» πλήρως ο εγχώριος τραπεζικός κλάδος. Δεδομένα ο Ηρακλής αποτελεί μία λύση που δεν υπήρχε μέχρι πρότινος, μία πρωτοβουλία που για πρώτη φορά δίνει συστημικό χαρακτήρα στην αντιμετώπιση των «κόκκινων» δανείων, όμως δεν αρκεί. Η Ευρώπη πιέζει και οι πληροφορίες θέλουν τη Λαγκάρντ να θέτει ακόμη πιο αυστηρούς στόχους το προσεχές διάστημα με στόχο να μειωθούν τα κόκκινα δάνεια στους ισολογισμούς των ελληνικών τραπεζών σε μονοψήφιο ποσοστό μέσα στο 2021.
Από τη στιγμή λοιπόν που η οικονομία έχει μπει σε τροχιά ουσιαστικής ανάκαμψης και δεν αναμένονται αναταράξεις στο εσωτερικό, το επόμενο μεγάλο κύμα ανόδου για τις ελληνικές τραπεζικές μετοχές θα εξαρτηθεί από τη λειτουργία του Ηρακλή. Η επιτυχία του σχεδίου θεωρείται μάλιστα ο κρισιμότερος καταλύτης για την πραγματική οικονομία καθώς από τα 75 δισ. ευρώ NPEs, τα 42,7 δισ. ευρώ (ή 57%) είναι επιχειρηματικά.
Σημειώνεται ότι στην Ιταλία χρειάστηκαν περίπου 3 χρόνια για να ξεφορτωθούν οι τράπεζες «κόκκινα» δάνεια λογιστικής αξίας 63 δισ. ευρώ μέσω 21 τιτλοποιήσεων. Στην Ελλάδα το project πρέπει να λειτουργήσει άκρως αποτελεσματικά καθώς το δημόσιο και οι τράπεζες έχουν αξιολόγηση junk και ο χρόνος πιέζει ασφυκτικά.
Το ζήτημα των ελληνικών τραπεζών δεν είναι σημαντικό μόνο για την ελληνική οικονομία αλλά και για ολόκληρη την Ευρώπη. Αφενός γιατί η επιτυχής λειτουργία του Ηρακλή δεν αποκλείεται να οδηγήσει στη διαμόρφωση μιας μόνιμης λύσης για τις τράπεζες με κόκκινα δάνεια, η οποία θα προσομοιάζει στο ιταλικό μοντέλο που τώρα εξελίσσει η Ελλάδα. Αφετέρου γιατί η σύγκλιση των ελληνικών τραπεζών με την υπόλοιπη Ευρώπη θα ανοίξει το δρόμο για την ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης, ενός κρίσιμου project που σήμερα θεωρείται πλήρως παγωμένο.