Oλοκληρώνεται, όπως όλα δείχνουν, ο πρώτος κύκλος κεφαλαιακής ενίσχυσης των τραπεζών με την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της Alpha Bank έως 800 εκατ. ευρώ που εγκρίθηκε χθες από τη Γενική συνέλευση των μετοχών.
Από το 2019 οι τέσσερις συστημικές τράπεζες κατόρθωσαν είτε με έκδοση νέων μετοχών (Πειραιώς, Alpha) είτε με άλλους τρόπους (Eurobank, Εθνική) να ενισχύσουν σημαντικά τα κεφάλαια τους σε επίπεδα που να θεωρούνται επαρκή από τις εποπτικές αρχές.
Μένει να αποδειχθεί κατά πόσο ο δρόμος προς τα μονοψήφια ποσοστά κόκκινων δανείων, κρύβει «εκπλήξεις» που θα αναγκάσουν τις τράπεζες να προχωρήσουν σε νέες αυξήσεις κεφαλαίου στο μέλλον.
Τον κύκλο άνοιξε το 2019 η Εurobank με την εισφορά σε είδος της Grivalia, η οποία είχε ως αποτέλεσμα να εποπτικά κεφάλαια της Τράπεζας να ενισχυθούν κατά περίπου 1 δισ. ευρώ.
Με «έμμεσο» τρόπο αύξησε τα κεφάλαια της και η Εθνική Τράπεζα, καθώς από τα κέρδη του χαρτοφυλακίου των ομολόγων που έχει πραγματοποιήσει από το 2020, προσέθεσε περίπου 1,6 δισ. ευρώ με αποτέλεσμα σήμερα να θεωρείται πως έχει υπερεπάρκεια κεφαλαίων.
Ακολούθησε η Πειραιώς με την πρόσφατη αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου κατά 1,3 δισ. ευρώ μέσω της έκδοσης νέων μετοχών και της διάθεσης τους με τη διαδικασία του βιβλίου προσφορών.
Διαδικασία που θα ακολουθήσει και η Alpha Bank προκειμένου να ενισχύσει τα κεφάλαια της κατά 800 εκατ. ευρώ έως το τέλος Ιουνίου.
Επομένως, στη φάση αυτή όπως έχει εξηγηθεί και στους αναλυτές από τους επικεφαλής των συστημικών τραπεζών κατά την παρουσίαση των οικονομικών αποτελεσμάτων του πρώτου τριμήνου, τα πιστωτικά ιδρύματα είναι επαρκώς κεφαλαιοποιημένα προκειμένου να καλύψουν τις πιθανές ζημιές που θα προκύψουν κατά τη διαδικασία εξυγίανσης των ισολογισμών τους.
Με πιο απλά λόγια μέχρι στιγμής οι τράπεζες έχουν «λογιστικοποιήσει» σχεδόν το σύνολο των ζημιών από την πρώτη φάση τιτλοποιήσεων κόκκινων δανείων μέσω του προγράμματος «Ηρακλής».
Η διαδικασία αυτή όταν θα ολοκληρωθεί θα έχει «ελαφρύνει» τα βιβλία των τραπεζών από κόκκινα δάνεια περίπου 30 δισ. ευρώ.
Ακολουθεί όμως ο «Ηρακλής ΙΙ» μέσω του οποίου θα επιχειρηθεί το τελικό ξεκαθάρισμα, το οποίο θα οδηγήσει σε περαιτέρω μείωση των κόκκινων δανείων περίπου κατά επιπλέον 30 δισ. ευρώ, προκειμένου να υποχωρήσει ο δείκτης NPL σε μονοψήφια ποσοστά.
Η διαδικασία αυτή είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσει σε μία νέα απομείωση των κεφαλαίων καθώς όπως έχει δείξει η εμπειρία «αναίμακτες τιτλοποιήσεις» δεν υπάρχουν, ακόμη και αν υποθέσουμε ότι η ανάκαμψη της οικονομίας θα έχει συμβάλει στη βελτίωση των αποτιμήσεων, οι τιμές των ακινήτων θα έχουν αυξηθεί, κλπ.
Οι διοικήσεις των τραπεζών έχουν ήδη δώσει ένα στίγμα για το μέγεθος της νέας κεφαλαιακής ζημιάς που εκτιμούν ότι θα υποστούν. Όμως συνήθως, όπως έγινε και στις προηγούμενες τιτλοποιησεις το πραγματικό μέγεθος της ζημιάς αποκαλύπτεται όταν μπουν οι τελικές υπογραφές και συνήθως είναι υψηλότερο από αυτό που είχε προϋπολογιστεί.
Αν δεν μπορεί να περάσει κάτι απαρατήρητο από τις διοικήσεις των τραπεζών, αυτό είναι ότι το κλίμα στις αγορές στην παρούσα φάση είναι ιδιαίτερα ευνοϊκό για την άντληση κεφαλαίων, όπως άλλωστε φάνηκε στη μεγάλη συμμετοχή των επενδυτών στο ομόλογο ΑΤ 1 που εξέδωσε η Τράπεζα Πειραιώς με το οποίο άντλησε 600 εκατ. ευρώ αλλά και στην κάλυψη που πέτυχε στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της.
Οι ελληνικές τράπεζες, παρόλο που δε διαθέτουν ακόμη επενδυτική βαθμίδα (investment grade) όπως συμβαίνει άλλωστε και με το Ελληνικό Δημόσιο, βρίσκονται στο «ραντάρ» των Hedge Funds, τα οποία αναζητούν υψηλότερες αποδόσεις στο περιβάλλον των αρνητικών επιτοκίων.
Τούτο δεν αποτυπώνεται για την ώρα πλήρως στο ταμπλό του Χρηματιστηρίου, ωστόσο όπως φαίνεται οι ελληνικές τράπεζες διαθέτουν «αφήγημα» χάρη τόσο στο Ταμείο Ανάκαμψης και το μερίδιο που θα λάβουν από τα 50 δισ. ευρώ που θα εισρεύσουν στην χώρα, όσο και από την επιτυχημένη προσπάθεια εξυγίανσης του ισολογισμού τους.
Επομένως το ερώτημα που παραμένει αναπάντητο, είναι αν παρά την επάρκεια κεφαλαίων, έχουν λόγους να εκμεταλλευτούν το παράθυρο ευκαιρίας όπως έπραξε η Alpha Bank, για να θωρακιστούν ακόμη περισσότερο.
Πάντως, μία πιο ακριβή εικόνα των κεφαλαιακών αντοχών που διαθέτουν οι ελληνικές τράπεζες αναμένεται να έχουμε περί τα τέλη Ιουλίου όταν θα ανακοινωθούν τα αποτελέσματα των stress tests που διεξάγει η ΕΒΑ.
Τα συγκεκριμένα stress tests δεν θα έχουν χαρακτήρα «pass or fail αλλά θα αποτυπώνουν τις δυνητικές επιπτώσεις που θα έχει στους βασικούς κεφαλαιακούς δείκτες μία δυσμενής εξέλιξη της οικονομίας.
Το λεγόμενο βασικό σενάριο για τις ελληνικές τράπεζες στηρίζεται στις προβλέψεις τη Τραπέζης της Ελλάδος σύμφωνα με την οποία το ΑΕΠ της χώρας το 2021 θα αυξηθεί κατά 4,2%, το 2022 κατά 4,8% και κατά 3,7% το 2023.
Υπενθυμίζεται ότι στην περίοδο της πανδημίας η ΕΒΑ είχε χαλαρώσει τις απαιτήσεις της αναφορικά με τους ελάχιστους κεφαλαιακούς δείκτες που απαιτούσε να έχουν τα πιστωτικά ιδρύματα.