Κλωτσιά στο ελληνικό τενεκεδάκι για μετά τις γερμανικές εκλογές

Κλωτσιά στο ελληνικό τενεκεδάκι για μετά τις γερμανικές εκλογές

Του Βασίλη Γεώργα

Μια  συμφωνία με πολλούς «αστερίσκους» που θα μεταθέτει τις κρίσιμες αποφάσεις για τη βιωσιμότητα του χρέους, τα πρωτογενή πλεονάσματα και τη συμμετοχή του ΔΝΤ για μετά τις γερμανικές εκλογές είναι το καλύτερο που μπορεί να ελπίζει πλέον η κυβέρνηση για να ξεκολλήσει από το έλος η αξιολόγηση, να πάρει κάποια λεφτά στο χέρι και να αποφύγει (;) την άμεση προσφυγή στις κάλπες.

Η κλωτσιά στο τενεκεδάκι των δύσκολων αποφάσεων είναι μια λύση που έχει δοκιμαστεί και στο παρελθόν από τους δανειστές (το 2012 με το χρέος, το 2014 πριν τις ευρωεκλογές αλλά και στην 1η αξιολόγηση το 2016), με τη διαφορά ότι τώρα η διακύβευση έχει να κάνει με την παράταση της αβεβαιότητας σε τέτοιο βαθμό που μια μεσοβέζικη λύση θα μπορούσε να οδηγήσει σε de facto εκτροχιασμό των στόχων του τρίτου μνημονίου.  Ένας νέος κύκλος αβεβαιότητας θα είναι τόσο οξύς που θα ακυρώσει το αφήγημα για την έξοδο της Ελλάδας από τα μνημόνια μετά τα μέσα του 2018 και θα οδηγήσει εκ των πραγμάτων τη χώρα σε νέες σύνθετες διαπραγματεύσεις και στην καλύτερη περίπτωση σε ένα 4ο μνημόνιο στο τέλος της φετινής χρονιάς.

Με τα σημερινά δεδομένα κανείς δεν ξέρει αυτή τη στιγμή πως θα καταστεί εφικτό να ξεμπλέξει το κουβάρι των διαμετρικών αντιθέσεων που επικρατούν μεταξύ των τριών πόλων του ελληνικού προγράμματος. Βερολίνο, Αθήνα και Ουάσιγκτον παραμένουν εν πολλοίς αμετακίνητοι στις δημοσιοποιημένες θέσεις τους (υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα, άρνηση προληπτικής θεσμοθέτησης μέτρων και μεγάλη ελάφρυνση χρέους αντίστοιχα) με αποτέλεσμα η αξιολόγηση να βρίσκεται κυριολεκτικά στον αέρα.

Για να έχει κάποιο νόημα μια «μεσοβέζικη» λύση ώστε να βγάλει προσωρινά από το κάδρο το ελληνικό πρόβλημα, θα πρέπει να ικανοποιεί σε κάποιο βαθμό όλες τις πλευρές που βρίσκονται χωρισμένες σε δύο στρατόπεδα: σε εκείνους (ΔΝΤ) που υποστηρίζουν ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να πετύχει πολύ υψηλά πλεονάσματα για μεγάλο χρονικό διάστημα και ότι χρειάζεται διευθέτηση χρέους από τους ευρωπαίους πιστωτές και έμφαση σε βαθιές μεταρρυθμίσεις, και εκείνων (Ευρωζώνη) που λένε ότι η ελληνική οικονομία μπορεί να επιτύχει υψηλά πλεονάσματα 3,5% και ισχυρή οικονομική ανάπτυξη ώστε να πληρώνει το χρέος από μόνης της και ότι αν χρειαστεί να  ληφθούν πρόσθετα μέτρα τόσο στο δημοσιονομικό πεδίο όσο και στο μέτωπο του χρέους, αυτό να γίνει την περίοδο 2018-2019.

Η συμφωνία θα πρέπει δηλαδή να κρατά το ΔΝΤ σε κάποιου είδους «λειτουργική διασύνδεση» με το ελληνικό πρόγραμμα ώστε να μπορεί να ικανοποιηθεί το Βερολίνο που επιδιώκει την συμμετοχή του Ταμείου. Θα πρέπει όμως παράλληλα το Βερολίνο να αποδεχτεί κάποιες «τυπικές» παραχωρήσεις στο ζήτημα του ελληνικού χρέους έστω και με τη μορφή μιας «ενισχυμένης δέσμευσης» για τις μεσοπρόθεσμες παρεμβάσεις μετά το 2018 οι οποίες θα εξειδικευτούν μετά τις γερμανικές εκλογές, και τέλος θα πρέπει από την πλευρά της η Ελλάδα να αποδεχτεί τους όρους των δανειστών νομοθετώντας τις περικοπές στις συντάξεις και το αφορολόγητο και τα διαρθρωτικά μέτρα που της ζητούνται, λαμβάνοντας ως αντάλλαγμα την δυνατότητα ένταξης των ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης που σύμφωνα με την κυβέρνηση αποτελεί τον κεντρικό στόχο μιας συμφωνίας.

Ακόμη και με «αστερίσκους» από όλες τις πλευρές, αυτή τη στιγμή δεν φαίνεται να υπάρχουν προϋποθέσεις ώστε όλα τα παραπάνω να συνδεθούν μεταξύ τους ως «ενιαία συμφωνία» και να οδηγήσουν σε κάποιο συμβιβασμό υπαναχωρήσεων από όλες τις πλευρές. Ειδικά το ζητούμενο της ποσοτικής χαλάρωσης που για την κυβέρνηση αποτελεί ιερό δισκοπότηρο της διαπραγμάτευσης, αποτελεί με τα σημερινά δεδομένα ένα από τα μεγάλα ερωτηματικά εφόσον προϋπόθεση για την ΕΚΤ είναι η διασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους και η ολοκλήρωση της αξιολόγησης.

Αντιθέτως η πορεία των πραγμάτων δείχνει πως ελλοχεύει ο κίνδυνος όλες οι μεγάλες αποφάσεις που έχουν πολιτικό κόστος για τους Ευρωπαίους και το ΔΝΤ, να παραπεμφθούν για το μέλλον και να μένουν πίσω μόνο απαιτήσεις προς την Ελλάδα να πάρει όλα τα μέτρα για το κλείσιμο της 2ης αξιολόγησης, αποδεχόμενη παράλληλα και ένα πολύ μεγάλο μέρος των πρόσθετων μέτρων που ζητά το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.

Αυτό αν μη τι άλλο θα μπορούσε να διασφαλίσει το ελάχιστο, ήτοι την εκταμίευση δόσεων ώστε να αποπληρωθούν οι υποχρεώσεις του 2017, αλλά θα παρατείνει την αγωνία για το τι θα συμβεί στη συνέχεια και θα καταστήσει εξαιρετικά δύσκολη την παραμονή της κυβέρνησης στην εξουσία.

Διαβάστε ακόμα:

- Τσακαλώτος - Στουρνάρας καταγγέλλουν το ΔΝΤ για παραπλάνηση!