Ο ευρωπαϊκός νότος βράζει –με τον έναν ή τον άλλο τρόπο– στο ίδιο… καζάνι όσον αφορά στην εξέλιξη του δημοσίου χρέους γι’ αυτό και οι ηγέτες των χωρών που τον απαρτίζουν έχουν κάθε λόγο να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι αναζητώντας μια συμφέρουσα λύση ενόψει της τελικής διαπραγμάτευσης για την αναθεώρηση του συμφώνου σταθερότητας.
Στις 21 Απριλίου που η Eurostat θα ανακοινώσει τα τελικά στοιχεία για την εξέλιξη των ελλειμμάτων και την πορεία του δημοσίου χρέους μέσα στο 2022, θα φανεί ξεκάθαρα το κοινό στοιχείο όλου του Νότου: και οι τέσσερις χώρες –Ελλάδα, Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία και Πορτογαλία– θα έχουν χρέος άνω του 100% του ΑΕΠ.
Η Ελλάδα παραμένει στην πρώτη θέση αλλά το χρέος της είναι ρυθμισμένο, ανήκει σε πολύ μεγάλο ποσοστό στον «επίσημο τομέα» (βλέπε ESM) και το επιτόκιο είναι κλειδωμένο κάτω από το 1,5% χωρίς να επηρεάζεται από τις αυξήσεις του κόστους του χρήματος.
Η Ιταλία από την άλλη πλευρά, ήδη… ζορίζεται από την άνοδο της απόδοσης του ιταλικού 10ετούς στο 4% και πάνω καθώς κάθε εβδομάδα πρέπει να κάνει νέες εκδόσεις χρέους τουλάχιστον 8 δις. ευρώ. (σ.σ όταν η Ελλάδα χρειάζεται περίπου 7-8 δις. ευρώ σε έναν ολόκληρο χρόνο).
Αντίστοιχα, Ισπανία, Γαλλία και Πορτογαλία βρέθηκαν μετά την πανδημία με χρέος στην περιοχή του 110-120% οπότε επιζητούν και αυτές μια συμφωνία που ναι μεν θα οδηγεί σε αποκλιμάκωση του χρέους αλλά όχι με τρόπο που να επηρεάζει την ανάπτυξη.
Αυτό λοιπόν είναι και το στοιχείο που ενώνει τις κυβερνήσεις των χωρών του νόμου και αυτό δικαιολογεί και τις επαφές του Έλληνα πρωθυπουργού με τους ομολόγους του, ειδικά την Ιταλίδα πρόεδρο. Ελλάδα και Ιταλία χρειάζονται μια συμφωνία για το νέο σύμφωνο σταθερότητας που θα διασφαλίζει ήπιο ρυθμό αποκλιμάκωσης της αναλογίας του χρέους χωρίς να πλήττεται η ανάπτυξη.
Η Ελλάδα θέλει να παράγει πρωτογενή πλεονάσματα αλλά δεν θέλει να εφαρμόσει πολιτικές λιτότητας αντίστοιχες με αυτές της προηγούμενης 10ετίας. Αυτές οι πολιτικές ήταν που μείωσαν το κατά κεφαλή εισόδημα της χώρας. Το ζητούμενο τώρα είναι η αναλογία του χρέους ως προς το ΑΕΠ να μειωθεί μέσα από την αύξηση του παρονομαστή δηλαδή μέσα από την σταθερή και βιώσιμη ανάπτυξη.
Για να συμβεί αυτό, χρειάζεται οικονομική πολιτική που να θέτει ως προτεραιότητα την τόνωση των επενδύσεων και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας και όχι τη «στείρα» συγκράτηση των δημοσίων δαπανών.
Η Ελλάδα, θα ανακοινώσει μέσα στον Απρίλιο τα οριστικά στοιχεία για το 2022 όσον αφορά στην εξέλιξη του δημοσίου χρέους. Αναμένεται μεγάλη αποκλιμάκωση καθώς από το 206% του ΑΕΠ το 2020 και το 193,3% το 2021 αναμένεται να υποχωρήσει ακόμη περισσότερο το 2022.
Σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης, αναμένεται να διαμορφωθεί στην περιοχή του 170% καθώς με ΑΕΠ 208 δις. ευρώ, το χρέος έχει κλείσει το 2022 κοντά στα 355 δις. ευρώ.
Η Ιταλία, έχει ήδη ανακοινώσει ότι το χρέος της έκλεισε το 2022 στο 144,7% από 149,8% το 2021 και κοντά στο 155% το 2020. Η αναλογία έπεσε αλλά με αργό ρυθμό καθώς το έλλειμμα της Ιταλίας (σε επίπεδο γενικής κυβέρνησης) παρέμεινε και το 2022 στο 8% (είναι πολύ υψηλότερο από το αντίστοιχο της Ελλάδας) ελάχιστα μειωμένο σε σχέση με το 2021.
Η Γαλλία, είχε το 2021 χρέος 113% του ΑΕΠ της και αναμένεται ότι θα παραμείνει και το 2022 πάνω από το όριο του 110% καθώς το χρέος της αγγίζει πλέον τα 3 τρις ευρώ.
Η Ισπανία έκλεισε το 2021 με χρέος στο 118,4% από 120% το 2020 ενώ για το 2022 η αναλογία αναμένεται να παραμείνει πάνω από το 115%. Όσο για την Πορτογαλία από το 135,2% το 2020 και το 127,4% το 2021, η αναλογία του χρέους ως προς το ΑΕΠ αναμένεται να υποχωρήσει κάτω από το 125%.
Ο στόχος του Συμφώνου Σταθερότητας για αποκλιμάκωση της αναλογίας του χρέους ως προς το ΑΕΠ στο 60% θα παραμείνει και στο νέο Σύμφωνο. Ωστόσο, το μεγάλο ζητούμενο είναι να οριστεί τέτοιος βηματισμός αποκλιμάκωσης που να μην σπρώξει τις ευρωπαϊκές οικονομίες –και ειδικά τις χώρες του νότου– στην ύφεση.