Ιστορικά, οι περισσότερες πανδημίες έγιναν αιτία για την πρόκληση έντονων οικονομικο-πολιτικών μεταβολών στις κοινωνίες όπου εκδηλώθηκαν. Ο λοιμός της εποχής του Περικλή επιτάχυνε την κατάρρευση της αθηναϊκής ηγεμονίας, η πανώλη στη διάρκεια της αυτοκρατορικής θητείας του Ιουστινιανού επέφερε μεγάλο πλήγμα στο εμπόριο της βυζαντινής αυτοκρατορίας και την οδήγησε σε απώλεια εδαφών, ο «Μαύρος Θάνατος» κατά τον Μεσαίωνα μείωσε τον αριθμό των εργατών γης, αύξησε τα ημερομίσθια και συνέτεινε στη σταδιακή παρακμή του φεουδαρχικού μοντέλου και στη μηχανοποίηση της παραγωγής, ενώ η ευλογιά εξάλειψε τις αντιστάσεις των ιθαγενών της Αμερικής, ευνοώντας τον αποικισμό και τις κατακτήσεις των Ευρωπαίων. Ποιες, όμως, θα μπορούσαν να είναι οι οικονομικές και κοινωνικο-πολιτικές επιπτώσεις της πρόσφατης πανδημίας;
Τα προβλήματα της διεθνούς οικονομίας ήταν ήδη υπαρκτά
Οι αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις του κορωνοϊού σε παγκόσμιο επίπεδο είναι πρωτόγνωρες, έχοντας σε σύντομο χρονικό διάστημα ξεπεράσει εκείνες της οικονομικής κρίσης του 2008 αλλά και αυτές της Μεγάλης Ύφεσης του 1929. Η παραγωγή και η κατανάλωση έχουν επιβραδυνθεί ραγδαία, οι μεταφορές και το διεθνές εμπόριο έχουν παραλύσει, τα διεθνή χρηματιστήρια έχουν κατακρημνιστεί και σε συνδυασμό με το υψηλό υγειονομικό κόστος έχουν προκαλέσει ασφυξία τους προϋπολογισμούς των κρατών. Οι επιπτώσεις του κορωνοϊού, όμως, απλώς επιτάχυναν ήδη υπάρχουσες στρεβλώσεις της παγκόσμιας οικονομίας, που είχαν αρχίσει να γίνονται εμφανείς κατά τη δεκαετία που ακολούθησε το κραχ του 2008. Τότε, τα κράτη στην προσπάθεια τους να διασώσουν το χρηματοπιστωτικό σύστημα και να επιτύχουν την ανάταξη των οικονομιών τους, έκαναν μαζική χρήση της «ποσοτικής χαλάρωσης», κεφαλαίων δηλαδή που παρέμειναν στους ισολογισμούς των τραπεζών ή κατευθύνθηκαν σε αγορές κρατικών, εταιρικών ομολόγων και μετοχών, αντί να διοχετευθούν στην ενίσχυση του παραγωγικού τομέα και των υποδομών των χωρών.
Το Διεθνές Χρηματοπιστωτικό Ινστιτούτο (IIF) σε πρόσφατη αναφορά του επισήμανε ότι το παγκόσμιο χρέος ανήλθε το τρίτο τρίμηνο του 2019 στο επίπεδο ρεκόρ του 322% του παγκόσμιου ΑΕΠ, ευρισκόμενο κυρίως στα χέρια επιχειρήσεων (το χρέος σε εταιρικά ομόλογα έχει σχεδόν διπλασιαστεί από τον Δεκέμβριο του 2008). Ιδαίτερο πρόβλημα αντιμετωπίζουν οι αναδυόμενες οικονομίες, καθώς τα χρέη τους είναι τα υψηλότερα εδώ και 5 δεκαετίες, αναπτυσσόμενα με έναν ετήσιο ρυθμό που προσεγγίζει το 7%, σχεδόν τριπλάσιο από εκείνον που οδήγησε στις πτωχευτικές κρίσεις της Λατινικής Αμερικης κατά τη δεκαετία του 1970 και έπειτα. Πρέπει να τονιστεί, ότι πολλές από αυτές τις χώρες στηρίζουν την ανάπτυξή τους σε βραχυπρόθεσμα δανειακά κεφάλαια, ενώ είναι ταυτόχρονα και παραγωγοί βασικών πρώτων υλών που η αξία τους έχει μειωθεί απότομα λόγω περιορισμού της διεθνούς παραγωγής. Συνεπώς, βρισκόμαστε πολύ κοντά σε ένα σπιράλ κρίσεων χρέους που θα δοκιμάσει τις αντοχές χωρών, όπως η Βραζιλία, η Αργεντινή, η Βενεζουέλα και η Τουρκία.
Τα επίπεδα χρέους όμως είναι ιδιαίτερα υψηλά τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Κίνα. Ο κορωνοϊός, με τα προβλήματα που δημιουργεί σ’ όλοκληρο το φάσμα της οικονομίας, αφενός αναγκάζει τα κράτη να συνεχίζουν τις «χαλαρές» νομισματικές πολιτικές τους για να ενισχύσουν τις οικονομίες τους και αφετέρου περιορίζει ραγδαία τη δυνατότητα αποληρωμής αυτών των χρεών που ολοένα και θα αυξάνονται. Η Ευρωζώνη δείχνει άτολμη μέχρι στιγμής να προχωρήσει σε αμοιβαιοποίηση του χρέους, ενώ τα κεφάλαια που θα διατεθούν στα ευρωπαϊκά κράτη για μη υγειονομικούς λογους, θα απαιτήσουν στο μέλλον επιπλέον μέτρα λιτότητας και θα αυξήσουν τα επίπεδα του εθνικού χρέους τουλάχιστον κατά 10%. Αυτό σημαίνει ότι χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος αλλά και με ευαίσθητο τραπεζικό σύστημα, όπως η Ιταλία και η Ελλάδα, θα αντιμετωπίσουν σοβαρές οικονομικές προκλήσεις.
Στην Κίνα, όπου το συνολικό χρέος ξεπερνάει το 310% του ΑΕΠ, ο υψηλός δανεισμός των τοπικών κυβερνήσεων, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια που πλήττουν τους ισολογισμούς των τραπεζών και τα ανερχόμενα εταιρικά χρέη, θα δοκιμάσουν τις αντοχές της κινεζικής οικονομίας που ταυτόχρονα θα έχει να αντιμετωπίσει την κάμψη των εξαγωγών της λόγω της μειωμένης παγκόσμιας ζήτησης. Τέλος, στις ΗΠΑ, ο κορωνοϊός έχει ήδη προκαλέσει ταχύτατη αύξηση της ανεργίας και η καταβαράθρωση των τιμών του πετρελαίου, θέτει σε κίνδυνο πτώχευσης πολλές από τις αμερικανικές πετρελαϊκές εταιρείες που συμμετέχουν στην «σχιστολιθική επανάσταση» και χρειάζονται μία τιμή κοντά στα 40-50 δολάρια το βαρέλι για να είναι κερδοφόρες. Η χώρα βρίσκεται σε χρονιά προεδρικών εκλογών και το κλίμα αναμεσα σε Δημοκρατικούς και Ρεπουμπλικανούς είναι ιδιαίτερα πολωμένο, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται τάσεις πολιτικής αστάθειας που θα επιβαρύνουν έτι περαιτέρω το διεθνές οικονομικό περιβάλλον.
Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να αναφερθούμε σε δύο σημαντικούς παράγοντες που μπορούν να προκαλέσουν αλυσιδωτές επιπτώσεις στη διεθνή οικονομία. Ο πρώτος είναι η ισοτιμία του δολαρίου. Είναι ίσως από τις λίγες φορές στην Ιστορία, όπου οι τιμές των ομολόγων και των μετοχών μειώνονται ταυτόχρονα (σε λιγότερο από ένα μήνα οι 20 πλουσιότεροι δισεκατομμυριούχοι έχασαν κεφαλαιακή αξία σχεδόν 300 δις δολαρίων), ενώ το επενδυτικό ενδιαφέρον στρέφεται στη διακράτηση ρευστού χρήματος. Αν η τάση αυτή συνεχιστεί και συνδυαστεί με μια περαιτέρω αστάθεια του χρηματοπιστωτικού συστήματος, οι επενδυτές θα καταφύγουν στο τελευταίο ασφαλές καταφύγιο που (πέραν του χρυσού) είναι το δολάριο.
Μια ανατίμηση του δολαρίου θα προκαλέσει μεγάλα προβλήματα στις αναπτυσσόμενες χώρες που έχουν δάνεια σε αμερικανικό νόμισμα, αυξάνοντας τις πιθανότητες για νέες κρατικές χρεωκοπίες, ενώ θα δυσχεράνει και τις αμερικανικές εξαγωγές. Ο δεύτερος παράγοντας-κλειδί, θα είναι η διάρκεια και το μέγεθος της πτώσης των τιμών του πετρελαίου. Πέραν των προβλημάτων που δημιουργούνται στους παραγωγούς πετρελαίου των ΗΠΑ, οι αρνητικότερες συνέπειες θα προκύψουν για μια σειρά κρατών που βασίζουν τα δημόσια τους έσοδα στις εξαγωγές του «μαύρου χρυσού» (αραβικά κράτη, Ρωσία, Ιράν, Ιράκ, Βενεζουέλα, Ισημερινός και ορισμένες αφρικανικές χώρες).
Καθώς, σε αρκετές από αυτές τις χώρες επικρατούν ανελεύθερα καθεστώτα, οικονομικές ανισότητες και τεταμένο πολιτικό κλίμα, δε θα προκαλούσε έκπληξη το ξέσπασμα ενός νέου κύκλου κοινωνικών αναταραχών. Κάποια ερευνητικά έργα και διακρατικές συνεργασίες που βασίζονται στους ενεργειακούς σχεδιασμούς, ίσως καθυστερήσουν ή και αναβληθούν επ’ αόριστον, όπως στην περίπτωση της Ανατολικής Μεσογείου. Επιπροσθέτως, οι χαμηλές τιμές της ενέργειας σε συνδυασμό με τη μειωμένη ζήτηση, δημιουργούν τάσεις αποπληθωρισμού στις οικονομίες, επιτείνοντας ακόμη περισσότερο τα προβλήματα χρέους των κρατών. Από την άλλη μεριά, όμως, όταν το ζήτημα του κορωνοϊού ξεπεραστεί, οι χαμηλές ενεργειακές τιμές θα εξασφαλίσουν στις επιχειρήσεις και στους καταναλωτές φθηνή ενέργεια, στοιχείο θετικό για την επάνοδο της οικονομίας.
Πέραν της αύξησης του χρέους, οι επιπτώσεις του κορωνοϊού θα οξύνουν περαιτέρω ένα ακόμη υπαρκτό πρόβλημα, αυτό των οικονομικών ανισοτήτων. Ενδεικτικά, σύμφωνα με την έκθεση “Global Wealth Report” της Credit Suisse, το 0,9% του ενήλικου πληθυσμού του πλανήτη κατέχει το 44% του παγκόσμιου πλούτου (το 35% αυτών των δισεκατομμυριούχων δραστηριοποιούνται κυρίως στον μη παραγωγικό τομέα της οικονομίας, με αγοραπωλησίες χρηματιστηριακών προϊόντων, ακινήτων, πολύτιμων μετάλλων και έργων τέχνης) ενώ ποσοστό περίπου 56% του παγκόσμιου πληθυσμού διαθέτει περιουσία μικρότερη των 10.000 δολαρίων.
Αυτές οι ανισότητες αναμένεται να διευρυνθούν, καθώς η καθίζηση της παγκόσμιας οικονομίας λόγω του κορωνοϊού, θα οδηγήσει πολλές μικρομεσαίες επιχειρήσεις σε κλείσιμο ή υπερχρέωση και τα μέλη αρκετών νοικοκυριών σε ανεργία και πτώχευση. Επιπλέον, αναμένεται μια μεγαλύτερη συγκεντροποίηση παραγωγής και κεφαλαίων, με ισχυρές αλυσίδες καταστημάτων και πολυεθνικές να εξαγοράζουν φθηνά μικρότερες εταιρείες, κάτι που αναπόφευκτα θα οδηγήσει σε ευρύτερη οικονομική ανισομέρεια. Ιδαίτερα, σε χώρες με ελλιπές κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας, οι συνθήκες αυτές θα αποτελέσουν αιτία κοινωνικών αναταραχών και βίας, με φαινόμενα τύπου «κίτρινων γιλέκων» να πολλαπλασιάζονται σε διεθνές επίπεδο.
Οι οικονομικές προοπτικές και η σύγκρουση ιδεολογικών και ανθρωπολογικών μοντέλων
Για να αποτιμήσει κάποιος τις μελλοντικές οικονομικο-κοινωνικές συνέπειες του κορωνοϊού, θα πρέπει, πρώτον, να γνωρίζει τη διάρκεια και δεύτερον την ένταση αυτής της πανδημίας. Αν η πανδημία αυτή διαρκέσει χρόνια χωρίς να δοθεί αποτελεσματική ιατρική λύση, θα υπάρξουν απώλειες σε ανθρώπινο επίπεδο, ιδιαίτερα στις μεγαλύτερες ηλικίες (κάτι που θα έδινε προσωρινή ανάσα στα καθημαγμένα συνταξιοδοτικά συστήματα των κρατών, όσο κυνικό και αν φαίνεται), μείωση της ανάπτυξης και της παραγωγικότητας λόγω δυσκολιών που θα προκύψουν στις διαδικασίες παραγωγής, στις μεταφορές και στο εμπόριο, αλλαγές στη μορφή και στις ζητούμενες θέσεις εργασίας (τηλεργασία, τηλεκπαίδευση, άνοδος επαγγελμάτων που σχετίζονται με τους κλάδους της Υγείας, της Φαρμακευτικής και της Χημείας) και ένα σχετικό «πάγωμα» της παγκοσμιοποίησης.
Η παγκοσμιοποίηση μπορεί να φέρνει νέες προκλήσεις και κινδύνους για όλα τα κράτη, όμως είναι μάλλον απίθανο να σταματήσει λόγω ενός ιού. Η διάρθρωση του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικου συστήματος και των εφοδιαστικών αλυσίδων είναι τέτοια που δύσκολα θα επιτρέψει ραγδαίες μεταβολές. Βεβαίως, τα κράτη, μέσω της κρίσης αυτής, αρχίζουν να συνειδητοποιούν πόσο ουσιώδης είναι η παραγωγική αυτονομία σε κάποιες σημαντικές κατηγορίες αγαθών (από υγειονομικό υλικό μέχρι και τρόφιμα) και συνεπώς θα αρχίσουν να στρέφονται στην ενδυνάμωση της εγχώριας παραγωγής τους. Η επέκταση της χρήσης του διαδικτύου θα αλλάξει την υφή κάποιων επαγγελμάτων, θα οδηγήσει άλλα σε αχρηστία, ενώ θα ολοκληρώσει την ένταξη του παγκόσμιου πληθυσμού σε αυτό που ονομάζουμε «πλανητικό διαδικτυακό χωριό».
Η επιτάχυνση της χρήσης ηλεκτρονικού χρήματος, θα προσφέρει νέες δυνατότητες ελέγχου των αποταμιεύσεων των πολιτών και των κινήσεων κεφαλαίων και συνεπώς δυνητικά μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένη φορολογία προκειμένου να καλυφθούν τα υπέρογκα κρατικά χρέη. Όλα αυτά όμως είναι μόνο υποθέσεις εργασίας, που ο χρόνος θα δείξει αν θα επαληθευτούν και σε ποιον βαθμό.
Δυο νέα είδη αντιπαραθέσεων θα κορυφωθούν, σε ιδεολογικό και ανθρωποκεντρικό επίπεδο. Η ιδεολογική πρόκληση, είναι ήδη παρούσα και φέρνει αντιμέτωπες τη θεωρία του κρατικού παρεμβατισμού στην οικονομία με αυτήν της φιλελεύθερης σχολής σκέψης. Επί του παρόντος, οι χώρες φαίνονται να ασπάζονται ξανά το κεϋνσιανό μοντέλο ανάπτυξης, μέσω κρατικής ενίσχυσης τραπεζών, επιχειρήσεων και εργαζομένων, ενώ αρχίζουν να αναθεωρούν το μοντέλο της ακραιφνούς ιδιωτικοποίησης στον τομέα της υγείας.
Η ιδεολογική αυτή διαμάχη, δεν πρέπει να θεωρηθεί λήξασα, κάθως αν οι κυβερνήσεις φανούν ανίκανες να διαχειριστούν τις σύνθετες προκλήσεις της εποχής (αυξημένη ανεργία, οικονομικές ανισότητες, προβλήματα στα συνταξιοδοτικά ταμεία που θα επιταθούν λόγω της ποσοτικής χαλάρωσης και των χαμηλών επιτοκίων) και δεν εξασφαλίσουν για τους πολίτες τους βασικές κοινωνικές παροχές, θα προκληθεί μεγάλη αποστροφή προς κάθε μορφή δημοσίου ελέγχου, ακόμη και προς την ύπαρξη του ίδιου του κράτους ως μορφής κοινωνικής οργάνωσης. Κάτι τέτοιο, σταδιακά θα εκκινούσε μια διαδικασία που θα κατέληγε σε αυτό που ονομάζεται «νέος μεσαιωνισμός», δηλαδή δημιουργία ημιελεγχόμενων ή και ιδιωτικών «φέουδων» εξουσίας που θα είναι ανεξάρτητα μεταξύ τους ή θα συνδεόνται με πολύ χαλαρές κρατικές δομές.
Η ανθρωπολογική πρόκληση είναι ίσως ακόμη πιο σημαντική. Από την μία πλευρά έχουμε τον δυτικό πολιτισμό, που φαίνεται να έχει λησμονήσει σε μεγάλο βαθμό τις αξίες με τις οποίες αναπτύχθηκε (δημοκρατία, δικαιοσύνη, ανθρώπινα δικαιώματα και διάλογος) και προτάσσει συχνά το υλικό έναντι του ανθρώπινου στοιχείου (όπως η απόφαση των Τραμπ και Τζόνσον να προστατεύσουν την οικονομία έναντι της δημόσιας υγείας στην κρίση της πανδημίας).
Από την άλλη μεριά, η ανερχόμενη Κίνα, στηριζόμενη στη μεγάλη οικονομική της δύναμη και τον τεράστιο πληθυσμό της, προτείνει ένα υβριδικό μοντέλο ανάπτυξης, με λιγότερους δημοκρατικούς θεσμούς και μια ιδιαίτερα έξυπνη οικονομική διπλωματία, που δίνει όμως μικρότερο βάρος στην ανθρώπινη ύπαρξη και είναι πρόθυμη να καλύψει οποιαδήποτε κενά ισχύος ή συμμετοχής σε διεθνείς θεσμούς δημιουργεί ο δυτικός κόσμος.
Συνεπώς, αν η Δύση προσπαθήσει να ανταγωνιστεί την Κίνα «στο γήπεδό» της, δημιουργώντας συνθήκες αυταρχισμού, οικονομικής ανέχειας και έλλειψης σεβασμού της ανθρώπινης ζωής για τον μέσο δυτικό πολίτη, είναι καταδικασμένη να χάσει το παιχνίδι. Αν, αντιθέτως, είναι διατεθειμένη να δημιουργήσει ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, θα πρέπει να αλλάξει ουσιαστικά την ρότα άσκησης πολιτικής της. Θα απαιτηθούν γενναίες αποφάσεις, καινοτόμες και κοστοβόρες για τα οικονομικο-κοινωνικά δεδομένα της εποχής (όπως μαζικές διαγραφές κρατικών χρεών, ενίσχυση της πραγματικής παραγωγικής βάσης έναντι της χρηματοπιστωτικής, ενίσχυση των κρατικών υποδομών, αύξηση της κοινωνικής μέριμνας) που σήμερα φαντάζουν αδιανόητες. Ας θυμηθούμε, όμως, για λίγο τα λόγια που αναφέρει σε μια επιστολή του, ο γαλλοαλγερινός συγγραφέας, Αλμπέρ Καμύ: «Εξακολουθώ να πιστεύω ότι αυτός ο κόσμος δεν έχει υψηλό νόημα. Αλλά ξέρω ότι κάτι σ’ αυτόν έχει νόημα: είναι ο άνθρωπος, γιατί είναι ο μόνος που απαιτεί να έχει κάποιο νόημα».