Το κόστος των ζημιών από την κατακλυσμιαία νεροποντή στην αγροτική παραγωγή υπολογίζεται σε 1,5 - 1,6 δισ ευρώ. Το ποσό αυτό προκύπτει μέσα από τρεις διαφορετικές προσεγγίσεις.
Η πρώτη προσέγγιση αφορά τη συμμετοχή της αγροτικής παραγωγής της Θεσσαλίας στο ΑΕΠ. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, ο αγροτικός τομέας της χώρας συμμετέχει κατά 4% στα 200 δισ.ευρώ που είναι το ύψος του ΑΕΠ. Η Θεσσαλία αποτελεί, περίπου το 20% της παραγωγής. Οπότε καταλήγουμε σε ένα ποσόν της τάξεως του 1,5 ως 1,6 δισ.ευρώ, καθώς δεν συζητάμε για ολοσχερή καταστροφή της αγροτικής παραγωγής.
Το σημείο, βέβαια, που χρήζει προσοχής, είναι ότι η καταστροφή της αγροτικής παραγωγής δεν θα περιορισθεί μόνο στη φετινή χρονιά αλλά θα υπάρξουν επιπτώσεις και τα επόμενα δυο με τρία χρόνια.
Μια άλλη προσέγγιση είναι και αυτή η οποία βασίζεται στα στοιχεία του Δρος Εύθυμη Λέκκα, καθηγητή Δυναμικής Τεκτονικής & Εφαρμοσμένης Γεωλογίας του ΕΚΠΑ, ο οποίος αναφέρει ότι η ζημιά στην αγροτική παραγωγή από την κακοκαιρία Ιανός του 2020 ήταν, περίπου 800 εκατ.ευρώ. Λαμβάνοντας υπ όψη ότι οι ζημιές της κακοκαιρίας Daniel είναι τριπλάσιες, καταλήγουμε, περίπου, στο ίδιο ύψος.
Η τρίτη προσέγγιση είναι αυτή των στοιχείων της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία για την τετραετία 2019-2022 ανέρχεται σε 850 εκατ. ευρώ, κατά μέσον όρο. Κάνοντας την αναγωγή καταλήγουμε στο ίδιο ποσόν, της τάξεως των 1,6 δισ.ευρώ. Άλλωστε τα ποσά αυτά συμφωνούν και με τους υπολογισμούς και άλλων οικονομολόγων.
Εκτός από τις ζημιές στην αγροτική παραγωγή, ζημιές, που θα πρέπει να αποκατασταθούν άμεσα, υπάρχουν και στις υποδομές. Αν και δεν έχει καταστεί σαφές, ακόμη, το ύψος των ζημιών σε υποδομές, δηλαδή δρόμους, γέφυρες κλπ μπορεί να γίνει ένας υπολογισμός βάσει των στοιχείων της Τράπεζας της Ελλάδος. Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά, οι υποδομές έχουν ένα κόστος συντήρησης και επισκευής περί τα 850 εκατ.ευρώ. Με βάση ότι η συνολική έκταση της Θεσσαλίας είναι περίπου το 12-14% της χώρας, τότε το κόστος επισκευής και αποκατάστασης των υποδομών ανέρχεται σε 120 εκατ. ευρώ.
Επιπτώσεις της καταστροφής θα υπάρξουν και σε υπηρεσίες, όπως η εκπαίδευση, η υγεία κλπ. Αυτό που δεν έχει προσδιορισθεί είναι αν αυτές οι επιπτώσεις συνυπολογίζονται στις υποδομές ή αποτελούν χωριστή δαπάνη.
Σε ό,τι αφορά τις ζημιές στα σπίτια, δεν υπάρχει διαθέσιμη αξία του οικιστικού κεφαλαίου το οποίο έχει υποστεί ζημίες. Πάντως, σε γενικές γραμμές συζητάμε για ένα ποσοστό της τάξεως του 20% επί της αξίας του οικιστικού κεφαλαίου την πληγεισών περιοχών.
Οι επιπτώσεις της καταστροφής θα έχουν επίδραση και στον πληθωρισμό καθώς η ζημία της παραγωγής και ειδικά της σιτοπαραγωγής θα δημιουργήσουν νέες πληθωριστικές τάσεις. Και οι τάσεις αυτές βέβαια δεν θα είναι μόνο για ένα χρόνο, αλλά θα επεκταθούν σε ένα βάθος διετίας ή τριετίας.
Σε ό,τι αφορά την δημοσιονομική επιβάρυνση, τόσο από τις ζημιές της κακοκαιρίας στη Θεσσαλία, όσο και από τον πληθωρισμό που αναμένεται να δημιουργηθεί από την καταστροφή της αγροτικής παραγωγής αλλά και από τα μέτρα που αναμένεται να ανακοινώσει η κυβέρνηση για τα ευάλωτα νοικοκυριά, υπάρχει περιθώριο, ώστε δημοσιονομικά να μπορούν να αντιμετωπισθούν αυτές οι καταστάσεις.
Μπορεί η δημοσιονομική κατάσταση να υποφέρει, αλλά δεν θα επηρεαστεί η δημοσιονομική ισορροπία.
*Ο κ. Παναγιώτης Πετράκης είναι Ομότιμος Καθηγητής του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών