Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Ένα από τα πιο «προβεβλημένα» αλλά και «παρεξηγημένα» εργαλεία στη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων είναι αυτό του «κουρέματος», δηλαδή της διαγραφής μέρους της οφειλής. Από την εποχή πριν τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015, που η τότε αντιπολίτευση έταζε σεισάχθεια, μέχρι την επιθετική διαχείριση που αναγκαστικά ξεκινούν σήμερα οι τράπεζες για να πιάσουν τους στόχους της επόμενης τριετίας, έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι.
Οι τράπεζες θεωρείται δεδομένο ότι θα προβούν σε σημαντικές διαγραφές μέσα στα επόμενα τρία χρόνια, όχι όμως για όλους. Εκτός από τις τρανταχτές περιπτώσεις προβληματικών δανείων, για τα οποία θα έχουν εξαντληθεί όλα τα περιθώρια ανάκτησης κεφαλαίου και δεν υπάρχουν εξασφαλίσεις, το κούρεμα θα γίνεται επιλεκτικά, αφού πρώτα υπάρξει πρόοδος στον εντοπισμό των στρατηγικών κακοπληρωτών.
Για να έχει αποτέλεσμα η προσπάθεια εντοπισμού των «μπαταχτσήδων», οι τράπεζες θα εξαντλήσουν όλη τους την αυστηρότητα πριν προχωρήσουν σε διαγραφές, καθώς εκτιμάται ότι ένας στους έξι «έχει και δεν πληρώνει». Σε αρκετές υποθέσεις, ωστόσο, παρατηρείται ότι η γραμμή που χωρίζει τους «μη έχοντες» από τους «στρατηγικούς κακοπληρωτές» είναι λεπτή. Είναι οι περιπτώσεις που οι τράπεζες καλούνται να επιδείξουν ευελιξία για να μην υπάρξουν κοινωνικές επιπτώσεις.
Ένα ενδεικτικό στοιχείο της κατάστασης που επικρατεί στην κοινωνία είναι ότι, όπως είναι σε θέση να γνωρίζει το liberal.gr, σε αρκετές περιπτώσεις δανειοληπτών προτείνεται «κούρεμα» οφειλής για την καλύτερη εξυπηρέτηση του δανείου, όμως αυτοί αρνούνται. Το «κούρεμα» προτείνεται στα τελευταία στάδια της διαδικασίας που προβλέπει ο Κώδικας Δεοντολογίας. Οι πιο συνηθισμένες περιπτώσεις είναι αυτές που το προτεινόμενο «κούρεμα» αφορά στους τόκους και δεν «αγγίζει» το κεφάλαιο, φτάνοντας έως το 30% της οφειλής.
Αναλυτές εκτιμούν ότι οι διαγραφές αποτελούν σήμερα το πιο «ασφαλές» εργαλείο διαχείρισης, καθώς η ανάπτυξη – που αποτελεί το καλύτερο και ισχυρότερο εργαλείο – καθυστερεί. Υποστηρίζουν ότι οι τράπεζες θα προχωρήσουν σε πρώτο χρόνο στο ξεσκαρτάρισμα των καταναλωτικών δανείων ύψους 17 δισ. ευρώ που αντιστοιχούν σε περίπου 2 εκατομμύρια υποθέσεις, με την πλειονότητα αυτών να αφορά ποσά μικρότερα των 20.000 ευρώ. Τα καταναλωτικά δάνεια που έχουν δοθεί με προσωπικές εγγυήσεις θεωρούνται αυτά για τα οποία έχουν ληφθεί προβλέψεις και συνεπώς είναι τα πρώτα που θα υποστούν «κούρεμα».
Συνολικά, οι διαγραφές εκτιμάται ότι θα φτάσουν έως και τα 16 δισ. ευρώ μέχρι το 2019, ή περίπου στο 15% των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs). Περίπου οι μισές διαγραφές αναμένεται να γίνουν σε δάνεια που χαρακτηρίζονται μη εξυπηρετούμενα και οι άλλες μισές σε ρυθμισμένα δάνεια. Οι διαγραφές δανείων έχουν μία ιδιαιτερότητα, αφού εκτός από το απόλυτο ποσό των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, μειώνουν και τα συνολικά δανειακά υπόλοιπα, με αποτέλεσμα να περιορίζεται η μείωση του ποσοστού των NPEs. Για παράδειγμα, αν διαγραφούν δάνεια ύψους 16 δισ. ευρώ, το ποσοστό των NPEs θα υποχωρήσει στο 41% από 45%.
Τα αρμόδια τμήματα των τραπεζών που ασχολούνται με τη διαχείριση επισφαλών απαιτήσεων εργάζονται σε φουλ ρυθμούς, έχοντας πλέον στη διάθεσή τους ένα πιο ξεκάθαρο «μενού» ρυθμίσεων αλλά και την εντολή να κινηθούν επιθετικά προς όσους δεν συνεργάζονται ή μπορούν να πληρώσουν και δεν πληρώνουν.
Τα «κουρέματα» αποτελούν πλέον... καθημερινή συνήθεια, όμως οι δανειολήπτες θα πρέπει να γνωρίζουν ότι σε καμία περίπτωση δεν έχει αποφασιστεί - ούτε πρόκειται να αποφασιστεί – από τις τράπεζες η εφαρμογή οριζόντιων διαγραφών. Οι περιπτώσεις εξετάζονται ξεχωριστά και οι διαγραφές οφειλών προωθούνται για όσους πραγματικά δεν μπορούν να πληρώσουν ή/και για όσα δάνεια δεν έχουν εξασφαλίσεις και έχουν εξαντληθεί όλα τα περιθώρια.
Κατά την αξιολόγηση των οικονομικών στοιχείων του δανειολήπτη λαμβάνονται υπόψη όλες οι παράμετροι, όπως η τρέχουσα ικανότητα αποπληρωμής, το συνολικό χρέος (φόροι, άλλα δάνεια, ασφαλιστικά ταμεία) και το ιστορικό οικονομικής συμπεριφοράς. Όπως προαναφέρθηκε, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που θέλουν λεπτούς χειρισμούς καθώς οι δανειολήπτες κινδυνεύουν να χαρακτηριστούν «στρατηγικοί κακοπληρωτές». Οι τράπεζες προτρέπουν τους δανειολήπτες να είναι πλήρως συνεργάσιμοι, παρέχοντας όλα τα απαιτούμενα στοιχεία για να έχουν πιο ευνοϊκή μεταχείριση.
Αρκετά, επίσης, είναι τα παραδείγματα, που οι ρυθμίσεις που θα ήθελαν οι δανειολήπτες δεν ταυτίζονται με τις προτάσεις των τραπεζών και γι'' αυτό μέχρι στιγμής δεν έχουν προχωρήσει στο βαθμό που θα μπορούσαν οι πιο μακροπρόθεσμες αναδιαρθρώσεις, καθώς επιλέγονται μέσες λύσεις πιο βραχυπρόθεσμου χαρακτήρα.
Σε ότι αφορά τους πλειστηριασμούς ακινήτων – κυρίως όσων συνδέονται με επιχειρηματικά δάνεια - πληροφορίες αναφέρουν ότι οι τράπεζες έχουν αποφασίσει να αγοράζουν οι ίδιες επιλεγμένα ακίνητα για να περιοριστεί ο αριθμός των άγονων πλειστηριασμών. Η συγκεκριμένη τακτική αναμένεται αφενός να συμβάλλει στον εντοπισμό των «μπαταχτσήδων» και αφετέρου να επιτρέψει στις τράπεζες να αξιοποιήσουν όσο θα βελτιώνονται οι συνθήκες στην οικονομία.
Από τους πρώτους κλάδους που θα νιώσουν την ασφυκτική πίεση των τραπεζών θα είναι ο τουρισμός, εξαιτίας του συγκριτικά υψηλού ποσοστού μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs), της προστιθέμενης αξίας που απέκτησε μέσα στην κρίση και του ενδιαφέροντος που υπάρχει για τουριστικά καταλύματα στη χώρα. Τα «κόκκινα» δάνεια του τουρισμού τοποθετούνται άνω των 4 δισ. ευρώ, ενώ η διαδικασία αναμένεται να τρέξει πιο γρήγορα όταν θεσπιστεί το πλαίσιο του εξωδικαστικού συμβιβασμού.
Όπως τόνισε χθες ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, κατά τη διάρκεια της κρίσης καταγράφηκε αύξηση στο ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων επί του συνόλου των δανείων της εν λόγω κατηγορίας, με αποτέλεσμα στο τέλος του πρώτου εξαμήνου του 2016 να ανέλθει σε 54,3%. Το ποσοστό αυτό είναι πολύ υψηλότερο του αντίστοιχου δείκτη των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων του συνόλου της οικονομίας (45,1%).