Οι ευρωπαϊκές τράπεζες θα χρειαστούν δεκαετίες και όχι μερικά χρόνια για να «ξεφορτωθούν» τα «κόκκινα» δάνεια ύψους 1,2 τρισ. ευρώ που επιβαρύνουν τους ισολογισμούς τους. Αυτό εκτιμά η KPMG σε έκθεσή της για τους παράγοντες που επηρεάζουν την κερδοφορία των τραπεζών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Όπως αναφέρεται στην έκθεση με τίτλο «Η κερδοφορία των Ευρωπαϊκών τραπεζών: σκληρή δουλειά ή χαμένος στόχος;» τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια έχουν αυξηθεί σημαντικά στην Ευρώπη μετά το 2008, από το επίπεδο του 1,5% που βρίσκονταν το 2006 και το 2007 και το επίπεδο άνω του 5% που διαμορφώθηκαν το 2013.
Η αύξηση εμφανίζει αποκλίσεις από χώρα σε χώρα και από τράπεζα σε τράπεζα και έχει αρνητικές επιπτώσεις για την κερδοφορία μέσω διαφόρων καναλιών. Μεταξύ αυτών είναι οι ανεξόφλητοι τόκοι των δανείων, η αύξηση των προβλέψεων για επισφαλείς απαιτήσεις και η καταγραφή ζημιών όταν τα δάνεια πωλούνται ή αναδιαρθρώνονται.
«Παρά το γεγονός ότι το επίπεδο των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων εμφανίζει τάση αποκλιμάκωσης και οι ρυθμιστικές αρχές ασκούν πιέσεις στις τράπεζες να μειώσουν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, ο όγκος των 1.2 τρισ. ευρώ μπορεί να χρειαστεί δεκαετίες αντί για μερικά χρόνια για να περιοριστεί, ειδικά όταν οι τράπεζες επιδιώκουν να καθαρίσουν τα ανοίγματα κατά τη διάρκεια μίας παρατεταμένης περιόδου αδύναμης οικονομικής ανάπτυξης».
Σύμφωνα με την KPMG, η χαμηλή κερδοφορία έχει ουσιαστικές επιπτώσεις. Περιορίζει το βαθμό στον οποίοι οι τράπεζες μπορούν να χρηματοδοτήσουν την ανάπτυξη από τα αδιανέμητα κέρδη. Παράλληλα καθιστά πιο δύσκολη και δαπανηρή την άντληση κεφαλαίων και το δανεισμό από τις αγορές, ενώ φέρνει πιο κοντά το σημείο στο οποίο οι τράπεζες είναι αναγκασμένες να χρησιμοποιήσουν κεφάλαια αντί για κέρδη για να απορροφήσουν ζημιές. Επιπλέον, περιορίζει τις διαθέσιμες επιλογές που έχουν οι τράπεζες για να εφαρμόσουν τα σχέδια ανάκαμψης και μεσοπρόθεσμα εγείρει ερωτηματικά για την βιωσιμότητά τους.