Η μεγάλη ατυχία της χώρας ήταν ότι μετά την πρωτοφανή καταστροφή της περιόδου 2009-2019 ακολούθησε η πανδημία του κορωνοϊού. Αναμένεται να οδηγήσει φέτος σε ύφεση που θα μειώσει τα ΑΕΠ κατά περίπου 10%, θα αυξήσει το δημοσιονομικό έλλειμμα πάνω από 10%, ενώ το εθνικό χρέος θα προσεγγίσει το 200%.
Λίγο ως πολύ η ζημιά στον τουρισμό έχει προεξοφληθεί. Εκείνο που ουδείς μπορεί να προεξοφλήσει είναι η έκταση της ζημιάς από τον δεύτερο κύμα του COVID19. Τι θα συμβεί αν διατηρηθεί περισσότερο απ’ όσο λένε οι επιστήμονες ; Αν αλλάξει την καταναλωτική μας συμπεριφορά ; Αν η αβεβαιότητα αναστείλει προγραμματισμένες επενδύσεις ; Αφού διαψεύστηκαν μια φορά οι αρχικές εκτιμήσεις για το εύρος της πανδημίας γιατί να μην διαψευστούν ξανά ; Αρα οι δυσκολίες δεν τελειώνουν στον φετινό χειμώνα.
Αυτή είναι η άσχημη πλευρά των πραγμάτων. Η οποία, όμως, αντισταθμίζεται από την εξαιρετική ιστορική εξέλιξη του Ταμείου Ανάκαμψης, το οποίο θα αποτελέσει τον καταλύτη για να βρεθούν δημόσιοι και ιδιωτικοί πόροι πάνω από 100 δισεκατομμύρια ευρώ για την χρηματοδότηση των απαιτούμενων επενδύσεων μέχρι το 2030.
Σίγουρα τα χρήματα είναι πολλά. Είναι όσα λέγαμε ότι αποτελεί το επενδυτικό κενό στην χώρα τα προηγούμενα χρόνια. Αλλά και εδώ υπάρχουν ερωτήματα. Θα αρκέσουν αν η πανδημία διαρκέσει μεγαλύτερο διάστημα ; Εχουμε την πολιτική βούληση να εφαρμόσουμε ένα εμπνευσμένο σχέδιο μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων ; Βλέπουμε εν ολίγοις μπροστά με ένα ξεκάθαρο ορίζοντα τουλάχιστον 2-3 ετών;
Καταρχήν, για να μπορέσουμε να επωφεληθούμε από τις παραπάνω εξελίξεις πρέπει η ελληνική οικονομία να επιβιώσει την τρέχουσα λαίλαπα του κορωνοϊού. Χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή στην επόμενη 2ετία, 2021-2022, στο τέλος της οποίας το ΑΕΠ θα πρέπει να επανέλθει στα επίπεδα του 2019. Ήδη η κυβέρνηση κινητοποιεί εθνικούς και ευρωπαϊκούς πόρους για να συγκρατήσει την ραγδαία μείωση της συνολικής ζήτησης στην οικονομία. Στοχεύει στην ενίσχυση των επιχειρήσεων στους πληττόμενους κλάδους καθώς και των εργαζόμενων στους κλάδους αυτούς.
Αλλά για να γίνει αυτό και να μεγιστοποιηθεί το αναμενόμενο αποτέλεσμα χρειαζόμαστε μια εντελώς νέα αντίληψη. Να εξοβελιστούν οι πάγιες πολιτικές πρακτικές της μεταπολίτευσης που οδήγησαν παρόμοιες προσπάθειες σε παροιμιώδεις αποτυχίες. Να ακολουθήσουν οι ενισχύσεις στις επιχειρήσεις ενιαία και δημοσιοποιημένα κριτήρια, τα οποία πρέπει να αναφέρονται :
(α) στην έκταση της ύφεσης που έχει πλήξει τον συγκεκριμένο κλάδο,
(β) στην εκτίμηση της βιωσιμότητας της επιχείρησης και
(γ) στην μορφή που θα λάβει η παρεχόμενη ενίσχυση.
Για τα δύο πρώτα κριτήρια, τα απαιτούμενα στοιχεία πρέπει να είναι διαθέσιμα στις αρμόδιες υπηρεσίες ή διαφορετικά, μπορούν να ζητηθούν από τις μεγάλες εταιρίες συμβούλων επιχειρήσεων. Το τρίτο κριτήριο είναι πολύ σημαντικό: Η οικονομική ενίσχυση πρέπει να έχει άμεση σχέση με τα σταθερά κόστη των εν λόγω επιχειρήσεων. Χρειάζεται να εκπονηθεί μια ενιαία διαδικασία για τον υπολογισμό των στοιχείων σταθερού κόστους των επιχειρήσεων. Για την πρακτική εφαρμογή της διαδικασίας αυτής υπεύθυνοι θα είναι οι λογιστές των επιχειρήσεων.
Και εδώ μπαίνουμε στο τεχνικό, αλλά πολύ ουσιαστικό κομμάτι. Χρειάζεται να καθοριστούν οι κλάδοι της οικονομίας που πρέπει να λάβουν οικονομικές ενισχύσεις. Να εντοπιστούν και να απομονωθούν οι μη βιώσιμες επιχειρήσεις. Να ενισχυθούν οι βιώσιμες επιχειρήσεις για να καλύψουν τα σταθερά κόστη τους για τα επόμενα 1-2 χρόνια. Να δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες για έναν εξυγιαντικό κύκλο εξαγορών και συγχωνεύσεων στους αντίστοιχους κλάδους της οικονομίας.
Εάν η προτεινόμενη διαδικασία εκτελεστεί με τεχνοκρατική επάρκεια, τότε στο τέλος της επόμενης τριετίας θα έχει προκύψει ένας νέος χάρτης της ελληνικής οικονομίας. Εξάλου οι εξαγορές και συγχωνεύσεις ήταν το μεγάλο ζητούμενο και της περιόδου 2009-2019, αλλά δυστυχώς δεν πραγματοποιήθηκε. Εάν καταφέρουμε τα παραπάνω, τότε στις αρχές του 2023, η ελληνική οικονομία θα είναι έτοιμη για την μεγάλη πρόκληση της μετάβασης στην οικονομία της 4ης Βιομηχανικής επανάστασης που θα χρηματοδοτηθεί με τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης.
Και το πρώτο βήμα για να φτάσουμε εκεί είναι να προετοιμαστούμε για να διαχειριστούμε όχι μόνο τον δύσκολο φετινό χειμώνα, αλλά και το σενάριο τα πράγματα το 2021 να μην εξελιχθούν, όπως τα περιμένουμε.
Ο Μιλτιάδης Νεκτάριος είναι καθηγητής του Τμήματος Στατιστικής και Ασφαλιστικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς