Κυβερνητική παράλυση στην οικονομία

Κυβερνητική παράλυση στην οικονομία

Του Βασίλη Γεώργα

Την ώρα που χθες ο υπουργός Επικρατείας Νίκος Παππάς αποκάλυπτε τα σχέδια του προ-κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ να αγοράζει η Ελλάδα τρόφιμα από τα κρατικά σούπερ μάρκετ της Βενεζουέλας, στον πραγματικό κόσμο της οικονομίας η γνωστή πολυεθνική PepsiCo ανακοίνωνε ότι βάζει λουκέτο στο εργοστάσιό παραγωγής αναψυκτικών στα Οινόφυτα, η ΕΛΣΤΑΤ επιβεβαίωνε τα στοιχεία για κατάρρευση των λιανικών πωλήσεων τον Αύγουστο, και το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής προειδοποιούσε ότι το καράβι της οικονομίας κατευθύνεται ολοταχώς προς τα βράχια.

Δεν μπορεί να είναι τυχαία όλα αυτά. Δεν ζούμε πια στον καιρό των συμπτώσεων και η περίοδος χάριτος της κυβέρνησης κατά την οποία μπορούσε να λέει πως για όλα έφταιγαν «οι άλλοι», έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Το πρόβλημα επιβίωσης της οικονομίας είναι όλο δικό μας, αλλά τη διαχείρισή του έχει αναλάβει να φέρει σε πέρας μια κυβέρνηση που αποδεικνύεται κάθε μέρα όλο και πιο ανεπαρκής, και που πολλοί ανάμεσά της εξακολουθούν να πιστεύουν ακόμη πως η Βενεζουέλα είναι παγκόσμιο πρότυπο για την ανάπτυξη.

Το να βάζει λουκέτο μια μεγάλη πολυεθνική όπως η Pepsico στην παραγωγική της δραστηριότητα επτά χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης, δεν είναι απλώς ένα ανησυχητικό προμήνυμα.  Αυτό ίσχυε όσο βλέπαμε τα προηγούμενα χρόνια ξένες και ελληνικές εταιρείες όπως η Coca Cola, η Βιοχάλκο, η ΦΑΓΕ, η Aldi,  και χιλιάδες μικρότερες να φεύγουν ή να μεταφέρουν την έδρα τους μακριά από την Ελλάδα.

Ούτε εμπιστοσύνη, ούτε ελπίδα

Η συγκεκριμένη εταιρεία αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα καθώς είχε συσσωρεύσει ζημιές 120 εκατ. ευρώ την τελευταία επταετία. Εδώ που φτάσαμε, όμως, τέτοιες ειδήσεις –παρόμοια ήταν και η πώληση των εργοστασίων της Γιούλα στον Πορτογάλο ανταγωνιστή της – ηχούν ως σάλπιγγες καταστροφής γιατί αμφισβητείται πλέον ευθέως από τον επιχειρηματικό κόσμο η δυνατότητα της οικονομίας να απεγκλωβιστεί από τη μέγγενη της κρίσης και της ύφεσης.  Με λίγα λόγια δεν υπάρχει ούτε εμπιστοσύνη, ούτε ελπίδα,  παρά μόνο σε όσους συνεχίζουν να κάνουν δουλειές με το Δημόσιο. 

Το ίδιο μπορεί κανείς να ισχυριστεί και για το γεγονός ότι η 3η μεγαλύτερη τηλεπικοινωνιακή εταιρεία της χώρας δανείστηκε χθες 250 εκατ. ευρώ πληρώνοντας επιτόκιο 10% την ώρα που η κυβέρνηση βαυκαλίζεται ότι δρομολογεί την «έξοδο» στις αγορές.  Οι ίδιες οι αγορές, όμως, δείχνουν ότι μπροστά τους βλέπουν πολύ διαφορετικά πράγματα από όσα ευαγγελίζονται για το 2017 η κυβέρνηση και οι δανειστές της χώρας.

Η εφαρμοζόμενη πολιτική της διαρκούς φορολογικής αφαίμαξης οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην ανακύκλωση της ύφεσης και των προβλημάτων που διατηρούν την ελληνική οικονομία σε καθεστώς «πτώχευσης». Τα χθεσινά επικαιροποιημένα στοιχεία της ΕΣΕΕ για τα «λουκέτα» στην αγορά έδειξαν ότι το ποσοστό των κλειστών καταστημάτων στην Αθήνα παραμένει στο 20-30% και το κενό δεν καλύπτεται.

Οι φόροι γεννούν περισσότερη φοροδιαφυγή και στάση πληρωμών

Ωστόσο τα πιο ανησυχητικά στοιχεία ήταν αυτά της Στατιστικής Υπηρεσίας που κατέδειξαν βαθιά βουτιά (-3,1%) στον τζίρο του λιανεμπορίου τον Αύγουστο, το μήνα με την υψηλότερη τουριστική κίνηση της χρονιάς.  Η μείωση των πωλήσεων στο λιανικό εμπόριο δεν έχει ανακοπεί παρά μόνο παροδικά μέσα στο 2016 και σύμφωνα με πηγές της αγοράς εξακολουθεί να «τρέχει» με ποσοστά 3-4% για όλους, πλην των μεγάλων πολυκαταστημάτων.

Η μείωση αυτή, δεν είναι μόνο απότοκος της περικοπής καταναλωτικών δαπανών στην οικονομία αλλά αντικατοπτρίζει σύμφωνα με εκτιμήσεις στελεχών με βαθιά γνώση της αγοράς, την έξαρση της φοροδιαφυγής.  Και με δεδομένη  την ισχυρή  συμβολή της καταναλωτικής δαπάνης στο ΑΕΠ, η σημαντική πτώση των εσόδων στο λιανικό εμπόριο θέτει εν αμφιβόλω όχι μόνο τις προσδοκίες της κυβέρνησης για περιορισμό της ύφεσης μέχρι το τέλος του έτους, αλλά παράλληλα ναρκοθετεί και τις εκτιμήσεις για την αύξηση των φορολογικών εσόδων.

Αλλαγή πολιτικής

Ενώ θα έπρεπε να διανύουμε περίοδο υψηλών προσδοκιών στην οικονομία μετά την ολοκλήρωση της 1ης αξιολόγησης τον Μάιο και την δρομολόγηση της 2ης, είναι πλέον εμφανές ότι προετοιμαζόμαστε για έναν ακόμη γύρο «κρίσης».

Αντί να δρομολογούνται πολιτικές για την έξοδο από το τρίτο μνημόνιο, έχει ανάψει η συζήτηση για τέταρτο μνημόνιο. Αντί να συζητάμε για την ανάπτυξη της οικονομίας στο ευρώ, αφήνουμε να ξαναφουντώνει το «Σχέδιο Σόιμπλε» γιατί δεν έχουμε πείσει κανέναν ότι το ελληνικό πρόβλημα μπορεί να επιλυθεί.

Αντί η κυβέρνηση να δει πως θα αντιμετωπιστεί η βόμβα του «κόκκινου» ιδιωτικού χρέους που διογκώνεται διαρκώς και ξεπερνά πλέον τα 230 δισ. ευρώ, έχει αναγάγει σε μείζονα πολιτική  τη διευθέτηση του δημόσιου χρέους, που πλην συγκεκριμένων παρεμβάσεων σε συγκεκριμένες χρονικές λήξεις, είναι ήδη «ρυθμισμένο». Είναι, όμως, το ιδιωτικό χρέος που τροφοδοτεί το δημόσιο με πλέον ενδεικτικές περιπτώσεις τις ανακεφαλαιοποιήσεις των 40 δισ. ευρώ στις ελληνικές τράπεζες, και τις ανάγκες δανεισμού του Δημοσίου για να καλύπτει τις τρύπες από την στάση πληρωμών στα ασφαλιστικά ταμεία και τις εφορίες.

Όλα τα παραπάνω αποτελούν ψηφίδες του ίδιου σκηνικού κρίσης. Αυτή τη στιγμή ένα μεγάλο μέρος της κυβέρνησης τελεί σε πλήρη πολιτική παράλυση. Τα γρανάζια έχουν κολλήσει και δεν γίνονται βήματα μπροστά. Και δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι ένας ανασχηματισμός θα αντιμετωπίσει το πρόβλημα στη ρίζα του αν δεν συνοδεύεται από θεαματική αλλαγή πολιτικής.