Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι πιθανό να αυξήσει το επιτόκιο καταθέσεων μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου και θα μπορούσε να το αυξήσει περαιτέρω εάν ο πληθωρισμός σταθεροποιηθεί στο 2%, δήλωσε τη Δευτέρα η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ, σύμφωνα με το Reuters.
«Με βάση τις τρέχουσες προοπτικές, είναι πιθανό να είμαστε σε θέση να εξέλθουμε από τα αρνητικά επιτόκια μέχρι το τέλος του τρίτου τριμήνου», δήλωσε η Λαγκάρντ σε ανάρτηση της στον ιστότοπο της ΕΚΤ. Το επιτόκιο καταθέσεων της ΕΚΤ είναι επί του παρόντος -0,5%, που σημαίνει ότι οι τράπεζες χρεώνονται για να καταθέσουν μετρητά στην κεντρική τράπεζα και είναι κάτω από το μηδέν από το 2014 καθώς η κεντρική τράπεζα έδινε μάχη με τον πολύ χαμηλό πληθωρισμό.
Ωστόσο, οι τιμές εκτοξεύθηκαν στα ύψη τους τελευταίους μήνες καθώς η τιμή των καυσίμων εκτινάχθηκε λόγω παραγόντων, όπως η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και μεταδόθηκε σε άλλα αγαθά.
Ο βασικός πληθωρισμός στη ζώνη του ευρώ έφτασε στο ιστορικό υψηλό του 7,4% τον Απρίλιο και ακόμη και παρά τα μέτρα για τρόφιμα και ενέργεια ξεπέρασαν κατά πολύ τον στόχο της ΕΚΤ για 2%.
Η Λαγκάρντ άνοιξε την πόρτα για περαιτέρω αυξήσεις επιτοκίων προς αυτό που οι οικονομολόγοι αποκαλούν ουδέτερο επίπεδο - ένα μη παρατηρήσιμο επιτόκιο που ευθυγραμμίζει το οικονομικό προϊόν με τις δυνατότητές του - ή ακόμα και πάνω από αυτό.
«Εάν δούμε τον πληθωρισμό να σταθεροποιείται στο 2% μεσοπρόθεσμα, θα είναι σκόπιμη μια προοδευτική περαιτέρω ομαλοποίηση των επιτοκίων προς το ουδέτερο επιτόκιο», πρόσθεσε η Λαγκάρντ. «Εάν η οικονομία της ζώνης του ευρώ υπερθερμαίνεται ως αποτέλεσμα ενός θετικού σοκ ζήτησης, θα ήταν λογικό τα επιτόκια πολιτικής να αυξάνονται διαδοχικά πάνω από το ουδέτερο επιτόκιο», είπε.
Ωστόσο, προειδοποίησε ότι ο ρυθμός και το μέγεθος αυτών των αυξήσεων των επιτοκίων δεν μπορούσαν να προσδιοριστούν εξαρχής, καθώς η οικονομία αντιμετώπισε κραδασμούς στην προσφορά, όπως οι περιορισμοί της Κίνας που σχετίζονται με την πανδημία και οι διακοπές που σχετίζονται με τον πόλεμο στην Ουκρανία.
«Αυτό δημιουργεί μεγαλύτερη αβεβαιότητα για την ταχύτητα με την οποία θα υποχωρήσουν οι τρέχουσες πιέσεις στις τιμές, για την εξέλιξη της πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας και για τον βαθμό στον οποίο οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό θα συνεχίσουν να παραμένουν αγκυρωμένες στον στόχο μας», εξήγησε η Λαγκάρντ.