Από την εποχή του Ναπολέοντα και της Γαλλικής εισβολής στη Ρωσία το 1812, οι ιστορικοί χαρακτήριζαν στον γεωγραφικό χώρο της Ρωσικής Αυτοκρατορίας και της Ουκρανίας, σαν το σιτοβολώνα της Ευρώπης. Όταν η Ναζιστική Γερμανία στρεφόταν προς το ανατολικό μέτωπο απέναντι στη Σοβιετική Ένωση το 1941, επιθυμούσε διακαώς να ανοίξει δρόμο, που θα την έφερνε πιο κοντά στα πετρέλαια της Κασπίας Θάλασσας. Με τη σημερινή πολεμική εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η Ρωσία επιχειρεί να αποκτήσει τον έλεγχο σημαντικών κοιτασμάτων βιομηχανικών μετάλλων, ενεργειακών πηγών, πρώτων υλών, καθώς και τον έλεγχο μιας τεράστιας αγροτικής παραγωγής. Το γεγονός αυτό δρα ήδη καταλυτικά στη διαμόρφωση των τιμών των συγκεκριμένων εμπορευμάτων.
Το τσουνάμι των αυξήσεων στις τιμές της ενέργειας από την άνοδο του φυσικού αερίου και του πετρελαίου, στις τιμές των βιομηχανικών πρώτων υλών και των αγροτικών προϊόντων, ήδη υπονομεύει όχι μόνο τη βιομηχανική δραστηριότητα και την παραγωγή τελικών προϊόντων, αλλά και τους προϋπολογισμούς των νοικοκυριών, με βίαιο τρόπο.
Και το ερώτημα που τίθεται είναι το εάν οι αυξήσεις αυτές είναι συγκυριακές λόγω του πολέμου, οπότε θα έχουν παρωδικό χαρακτήρα, ή εάν θα είναι αυξήσεις που θα διαρκέσουν;
Τι μας θυμίζει αυτό; Την ερώτηση, που είχε διατυπωθεί από τις κεντρικές τράπεζες για το εάν ο τρέχων πληθωρισμός είναι παροδικός, ή εάν θα μας συνοδεύει για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα;
Τι άλλο μας θυμίζει; Την ερώτηση σχετικά με το πόσο κοντά ή μακριά βρίσκεται η απαλλαγή από τη μέγγενη των συμβατικών καυσίμων στην παραγωγή ενέργειας, η απεξάρτηση από τις ρωσικές πηγές ενέργειας και η διέξοδος των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας;
Τι άλλο μας θυμίζει ακόμα αυτό το ερώτημα; Την ερώτηση σχετικά με το χρονικό διάστημα, που θα απαιτηθεί για την πλήρη αποκατάσταση της εφοδιαστικής αλυσίδας και την εξισορρόπηση ανάμεσα στη ζήτηση και την προσφορά προϊόντων;
Και τα τέσσερα παραπάνω ερωτήματα, μας οδηγούν εύκολα στην εξαγωγή του συμπεράσματος, ότι η ακρίβεια που καταγράφεται καθημερινά, αναμένεται να ενταθεί και ταυτόχρονα αναμένεται να διαρκέσει σε βάθος χρόνου.
Το γεγονός ότι το Κρεμλίνο ελέγχει σε σημαντικό βαθμό την ενεργειακή ισορροπία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προσφέρει στον πρόεδρο Πούτιν τη δυνατότητα να επιφέρει κτυπήματα, με ισχυρό οικονομικό και κοινωνικό αντίκτυπο. Και παράλληλα του προσφέρει τη δυνατότητα λόγω της ανόδου των τιμών, να αυξήσει ακόμα περισσότερο τα ήδη τερατώδη συναλλαγματικά του διαθέσιμα, που υπερβαίνουν τα $615 δισ.
Και το γεγονός, ότι πλέον συνδυαστικά με την Ουκρανία θα ελέγχει ίσως το μεγαλύτερο ποσοστό των αποθεμάτων και της παραγωγής μιας σειράς από προϊόντα απαραίτητα για τη λειτουργία της βιομηχανίας και τη διαβίωση των κατοίκων της Ε.Ε., του προσφέρει ακόμα μεγαλύτερη πολιτική και διαπραγματευτική ισχύ.
Όμως, ακόμα και αν το αυταρχικό καθεστώς της Μόσχας, δεν ξεδιπλώσει το σχέδιο του για τη συντριβή της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο οποίο είχαμε αναφερθεί στο άρθρο: «Στόχος του Πούτιν, είναι η συντριβή της Ευρωπαϊκής Ένωσης», και αποχωρήσει από τη χιτλερικού τύπου εισβολή στην Ουκρανία, είμαστε σίγουροι ότι το τσουνάμι των αυξήσεων, θα αποδυναμωθεί;
Αναμφίβολα όχι. Οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας, του φυσικού αερίου και των υπόλοιπων καυσίμων, δεν αναμένεται να αποκλιμακωθούν σε σημαντικό βαθμό. Η παγκόσμια δίψα για ενέργεια, ο διαρκής ρωσικός εκβιασμός, η προς ώρας έλλειψη σημαντικών εναλλακτικών πηγών και η πρόωρη και ανώριμη μετάβαση της Ε.Ε. σε περιβάλλον «καθαρής πράσινης ενέργειας», εγγυώνται τη διατήρηση των τιμών σε υψηλά επίπεδα.
Άραγε θα υποχωρήσουν οι τιμών των βασικών βιομηχανικών μετάλλων, αν αποκλιμακωθεί η ένταση στο πολεμικό πεδίο της Ουκρανίας; Θα μειωθούν οι τιμές του αλουμινίου, του χαλκού, του νικελίου, του χάλυβα, του παλλάδιου, του λίθιου που παίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του τελικού βιομηχανικού κόστους, του κατασκευαστικού κόστους, αλλά και του κόστους της μετάβασης στην ηλεκτροκίνηση και της υιοθέτησης νέων μορφών αποθήκευσης ενέργειας; Δυστυχώς όχι, στο βαθμό που θα εξασφάλιζε μια ισορροπημένη σχέση ανάμεσα στη ζήτηση και την προσφορά.
Είναι ορατό, το ενδεχόμενο να υπάρξει αποκλιμάκωση των τιμών των αγροτικών και κτηνοτροφικών προϊόντων, καθώς και των τροφίμων; Η απάντηση, είναι και εδώ αρνητική. H κατά 40% αύξηση των ζωοτροφών και η μέχρι και 300% αύξηση των λιπασμάτων, από μόνες τους, έχουν αλλάξει τη βάση προσδιορισμού του κόστους προς τα πάνω. Σε αυτό συμβάλει επιπλέον, όχι μόνο η αύξηση στα καύσιμα που χρησιμοποιούν τα γεωργικά μηχανήματα, αλλά και τα αυξημένα έξοδα θέρμανσης των θερμοκηπίων.
Εκτός όμως από αυτές τις δεδομένες αυξήσεις, προστίθενται και άλλες που οφείλονται στα καιρικά φαινόμενα. Ο Σπύρος Αλεξόπουλος εξηγούσε σε άρθρο του στο Liberalmarkets, ότι οι καιρικές συνθήκες στη Νότιο Αμερική, ειδικότερα στη Βραζιλία και την Αργεντινή, έχουν καταφέρει σημαντικό πλήγμα στη σοδειά των φασολιών σόγιας, οδηγώντας την τιμή της σόγιας σε όλο και υψηλότερα επίπεδα. Η άνοδος της τιμής της σόγιας, έχει συμπαρασύρει τις τιμές του καλαμποκιού και του σιταριού, που προς το παρόν αρνούνται να ισορροπήσουν σε κάποια υποφερτά επίπεδα.
Στο ακόλουθο διάγραμμα παρακολουθούμε το γράφημα της τιμής του σιταριού κατά τη διάρκεια της τελευταίας πενταετίας.
Στο ακόλουθο διάγραμμα παρακολουθούμε το γράφημα της τιμής του καλαμποκιού κατά τη διάρκεια της τελευταίας πενταετίας.
Στο ακόλουθο διάγραμμα παρακολουθούμε το γράφημα της τιμής της σόγιας κατά τη διάρκεια της τελευταίας πενταετίας.
Με βάση αυτά τα δεδομένα, ακόμα και αν ως δια μαγείας, σταματήσει η ρωσική εισβολή και η ρωσική επιθετικότητα ή ακολουθήσει μια οποιαδήποτε μη πολεμική διευθέτηση, είναι σχεδόν απίθανο οι τιμές του φυσικού αερίου, του πετρελαίου, των βιομηχανικών πρώτων υλών και των αγροτικών προϊόντων, που πλήττουν τις οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να υποχωρήσουν και να βρεθούν σε προηγούμενα ρεαλιστικά επίπεδα.
Η ακρίβεια, πιθανότατα θα μεταβάλει τις πολιτικές των κεντρικών τραπεζών και θα οδηγήσει τις χώρες στην εκ νέου υιοθέτηση μέτρων στήριξης, αντίστοιχων και ίσως και ισχυρότερων αυτών κατά τη διάρκεια της πανδημίας ή της ενεργειακής κρίσης. Πολιτικές και μέτρα που θα επιβαρύνουν δημοσιονομικά τα κράτη μέλη της Ε.Ε. και θα λειτουργήσουν ανασχετικά, απέναντι στην ανάπτυξη.