Μας "τραβούν το αυτί" για τις ιδιωτικοποιήσεις

Μας "τραβούν το αυτί" για τις ιδιωτικοποιήσεις

Του Γιώργου Φιντικάκη

Χωρίς φοβέρα, αποκρατικοποιήσεις στην Ελλάδα μην περιμένετε να δείτε. Η φράση ανήκει σε κυβερνητικό παράγοντα, αντανακλά την γενικότερη άποψη που επικρατεί γύρω από το θέμα, και δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα.

Το δείχνει άλλωστε η μέχρι τώρα στάση της κυβέρνησης απέναντι στις μεγάλες επενδύσεις και ιδιωτικοποιήσεις, την σημασία των οποίων μνημονεύει με κάθε ευκαιρία ο Πρωθυπουργός.

Τι κι αν το πρωτοχρονιάτικο μήνυμα του Αλέξη Τσίπρα χαρακτήριζε το 2017 ως το έτος των επενδύσεων, τι και αν προ ημερών ο υπουργός Ενέργειας Γιώργος Σταθάκης μιλούσε για έναν επικείμενο νέο κύκλο επενδύσεων, τα λόγια από τις πράξεις απέχουν παρασάγγας.

Όλοι στην κυβέρνηση συμπεριφέρονται σαν να περιμένουν πότε θα μας τραβήξει ξανά το αυτί η τρόικα, για να ξεκινήσουν οι ιδιωτικοποιήσεις, διαφορετικά η μηχανή θα δουλεύει στο ρελαντί.

Από την υπουργοποιήση Πιτσιόρλα και μετά, το πρόγραμμα που κάπως μέχρι τότε κινούνταν, τώρα «κινείται με πρώτη-δευτέρα», με επιχείρημα πότε το πάγωμα της αξιολόγησης, πότε τις γιορτές των Χριστουγέννων όπου οι κοινοτικές υπηρεσίες είναι κλειστές, πότε τις αυριανές αποφάσεις του EuroWorking Group, κ.ό.κ.

Ποιος θα συγκρουστεί με τους «δεν πληρώνω»;

Δεν υπάρχει ο μπαμπούλας των δανειστών, άρα κι εμείς πάμε στο ρελαντί, είναι το μήνυμα. Διότι ποιος θα κάτσει να συγκρουστεί με εργαζομένους ΔΕΚΟ, να τα βάλει με συντεχνίες ή να ανοίξει θέματα με υψηλό πολιτικό ρίσκο, όπως η ΕΥΔΑΠ ή η ΕΥΑΘ;

Κανείς αν δεν έχει την έξωθεν πίεση, είναι η απάντηση. Έτσι τουλάχιστον το βλέπει η πλειονότητα των υπουργών.

Τα παραδείγματα είναι πάμπολλα. Από το ΔΕΣΦΑ όπου μετά το ναυάγιο ακόμη να προκηρυχθεί νέος διαγωνισμός, κι ας έχει μπλοκάρει εξαιτίας του η επικαιροποίηση ολόκληρου του νέου προγράμματος του ΤΑΙΠΕΔ, έως το «πολυκαιρισμένο» Ελληνικό και την Εγνατία Οδό.

Ειδικά η τελευταία υπόθεση είναι και επίκαιρη, καθώς εντός των ημερών ολοκληρώνεται ο πρώτος κύκλος διαβούλευσης του ΤΑΙΠΕΔ με τους ενδιαφερόμενους επενδυτές, προκείμενου μετά να προκηρυχθεί και ο διαγωνισμός. Για να συμβεί όμως αυτό πρέπει πρώτα να επιλυθούν τρία-τέσσερα κομβικά ζητήματα, όπως το πόσοι ακριβώς νέοι σταθμοί διοδίων θα τοποθετηθούν, πόσο θα κοστίζει η διέλευση ή τι γίνεται με τους «δεν πληρώνω».

Τρία-τέσσερα ζητήματα που θέλει να γνωρίζει κάθε δυνητικός επενδυτής πριν λάβει τις αποφάσεις του. Ποιος όμως υπουργός θα καθίσει να τσακωθεί με τους εργαζόμενους, και τους «δεν πληρώνω», χωρίς έξωθεν πίεση;

Κανείς, και από όποιο κόμμα και αν κυβερνούσε, για να είμαστε ειλικρινείς. Ειδικά σε μια πολιτικο-οικονομική συγκυρία σαν κι αυτή. Και αυτός είναι ο λόγος που τίποτε από τα παραπάνω δεν έχει ακόμη οριστικά λυθεί στην υπόθεση της Εγνατίας Οδού.

Στην χώρα του Σώρρα

Έτερο χαρακτηριστικό παράδειγμα οι δέκα οργανισμοί των περιφερειακών λιμανιών. Εδώ και μερικά χρόνια, λιμάνια όπως του Βόλου, της Αλεξανδρούπολης, της Ηγουμενίτσας, του Ηρακλείου, και της Κέρκυρας έχουν μεταβιβαστεί στο ΤΑΙΠΕΔ.

Εννέα στα δέκα παρουσίασαν το 2016 αύξηση κερδών από 0,01% έως 181%. Το γεγονός ότι τα δημόσια αυτά λιμάνια βγάζουν έστω και κάποιο μικρό κέρδος οφείλεται στο ότι έφυγαν από την παραδοσιακή διαχείριση του Δημοσίου, και πέρασαν σε μια άλλη λογική. Τούτο όμως σήμαινε συγκρούσεις, και η δομή της χώρας δεν αντέχει τις συγκρούσεις. Εκτός και αν υπάρχει καθεστώς μεγάλης πίεσης.

Την πολιτική μας τάξη βολεύουν οι καθυστερήσεις, όσο μεγαλύτερες, τόσο καλύτερα. Όταν δεν υπάρχει πίεση, δεν υπάρχει λόγος και να συγκρουστεί, όσο υπάρχει ένας λαός που πιστεύει ότι ο Σώρρας έχει τα λεφτά που θα μας σώσουν.

Το έχουν καταλάβει και οι ξένοι

Το 2011 εκπρόσωπος των δανειστών είχε ρωτήσει την τότε ελληνική κυβέρνηση πόσα έσοδα μπορεί να φέρει το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων. Του είχαν απαντήσει 50 δισ. ευρώ για την περίοδο 2012-2014, και εκείνος συμφώνησε. Έπειτα από τις αλλεπάλληλες αποτυχίες του προγράμματος (σ.σ.: μόλις 3,5 δις. ευρώ τα έως σήμερα έσοδα), οι δανειστές έπαψαν να ρωτούν.

Τότε, μας έλεγαν απλά κάντε το. Τώρα μπροστά στον κίνδυνο να πέσουν για μια ακόμη φορά έξω, φροντίζουν να μας δεσμεύουν ακόμη και ως προς την πιο ασήμαντη λεπτομέρεια.

Μια απλή σύγκριση ανάμεσα στα προαπαιτούμενα του 1ου Μνημονίου και αυτά του 3ου, δείχνει ακριβώς την παντελή έλλειψη εμπιστοσύνης των ξένων προς το πολιτικό σύστημα της χώρας και τον κρατικό μηχανισμό. Τα prior actions υπαγορεύουν πλέον στην κυβέρνηση πως θα κάνει μέχρι και τα πιο ανούσια.

Δεν πιέζουν, άρα κι εμείς δεν τρέχουμε, είναι το μοτίβο. Τι νόημα όμως είχε τότε το πρωτοχρονιάτικο μήνυμα του Πρωθυπουργού ότι το 2017 θα είναι η χρονιά όπου θα εμπεδωθεί η εμπιστοσύνη στην ελληνική οικονομία αν οι ξένοι δεν δουν κινητικότητα στο χώρο των αποκρατικοποιήσεων ή έστω των μεγάλων στρατηγικών επενδύσεων;

Και ούτε στο ένα, ούτε στο άλλο πεδίο κινείται κάτι.