Στο παρελθόν τα έθνη έπρεπε να κατακτήσουν μια άλλη χώρα για να πάρουν τον πλούτο της. Αυτό γινόταν συνήθως μεταφέροντας το χρυσό στη χώρα τους και επιβάλλοντας συνεχή και δυσβάσταχτη φορολογία στην κατεκτημένη χώρα. Ο ανταγωνισμός των οικονομιών, σήμερα έχει δημιουργήσει ένα διαφορετικό είδος πολέμου. Ο στόχος και των δύο πλευρών σε αυτό το νέο είδος πολέμου είναι να κερδίσουν χωρίς να εμπλακούν σε έναν αιματηρό, στρατιωτικό πόλεμο.
Η κινεζική εκδοχή αυτού του τύπου πολέμου περιγράφεται καλά στην «Τέχνη του Πολέμου», που γράφτηκε γύρω στον 5ο αιώνα π.Χ. από τον Sun Tzu. Η τεχνική αυτή απαιτεί να «κρύψετε τη δύναμή σας, στο πέρασμα του χρόνου» δηλαδή, να φτάσετε σε μια ανώτερη θέση χτίζοντας ήσυχα τις δυνάμεις σας, έτσι ώστε να μην φαίνεστε απειλητικοί για τον αντίπαλο μέχρι να είστε αρκετά δυνατοί για να τους δείξετε ότι πρέπει να υποταχθεί. Οι κινέζικοι «Δρόμοι του Μεταξιού», ένα πολυδαίδαλο σύστημα καναλιών διακίνησης εμπορευμάτων και πρώτων υλών, ήταν η εφαρμογή της τεχνικής του Sun Tzu, η οποία βοήθησε την Κίνα να φθάσει σε τεράστια οικονομική διείσδυση στο διεθνές εμπόριο.
Την τελευταία δεκαετία, η Ε.Ε. έχει απώλειες από το εμπορικό έλλειμμα μόνο με την Κίνα περίπου €1,8 τρισ. και οι ΗΠΑ €3,35 τρισ., συνολικά πάνω από $5 τρισ. Το έλλειμμα το 2022 ήταν 395 και 320 δισ. αντίστοιχα, το υψηλότερο από ποτέ. Εάν την επόμενη δεκαετία συνεχιστεί αυτό το έλλειμμα οι δυο μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη ΗΠΑ και ΕΕ θα απωλέσουν ακόμα αλλά 5 τρισ. Εάν συνεχιστεί αυτή η τάση μέχρι το 2050 ο πλούτος που θα «μεταναστεύσει» χωρίς καμία «μάχη», μόνο προς την Κίνα, μέσω των εμπορικών ελλειμάτων θα ξεπεράσει τα €20 τρισ.!
Το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο σημαίνει ότι η χώρα ξοδεύει περισσότερα χρήματα στο εξωτερικό από όσα λαμβάνει. Αυτό μεταφράζεται σε μια συνεχή μεταφορά πλούτου στο εξωτερικό και στην ανάγκη για δανεισμό ή πώληση περιουσιακών στοιχείων για την κάλυψη των απωλειών. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μια κατάσταση όπου η χώρα έχει ένα σημαντικό έλλειμμα στη θέση των καθαρών επενδύσεων, και οι πλεονασματικές χώρες, να κατέχουν ολοένα και μεγαλύτερο ποσοστό των εθνικών περιουσιακών στοιχείων.
Τα εμπορικά ελλείμματα μπορούν να δημιουργήσουν σημαντικά προβλήματα μακροπρόθεσμα για τη διακυβέρνηση μιας χώρας. Το χειρότερο και πιο προφανές πρόβλημα είναι ότι τα εμπορικά ελλείμματα μπορούν να διευκολύνουν ένα είδος οικονομικής αποικιοποίησης. Εάν μια χώρα συνεχώς έχει εμπορικά ελλείμματα, οι πολίτες άλλων χωρών αποκτούν κεφάλαια μέσω των αντίστοιχων εμπορικών πλεονασμάτων τα οποία χρησιμοποιούν για να αγοράσουν κεφαλαιουχικό εξοπλισμό και να αναπτύξουν τις οικονομίες τους. Αυτό μπορεί να σημαίνει νέες επενδύσεις που αυξάνουν την παραγωγικότητα και δημιουργούν θέσεις εργασίας για αυτές τις χώρες και περαιτέρω εξαγωγικά πλεονάσματα καθώς η παγκόσμια παραγωγή μεταφέρεται προς τις χώρες αυτές.
Η συνεχής ύπαρξη ελλειμμάτων μπορεί να οδηγήσει σε αυξανόμενο εξωτερικό χρέος και εξάρτηση από δανεικά ξένα κεφάλαια. Αν οι ξένοι επενδυτές συνεχίσουν να αγοράζουν υφιστάμενες επιχειρήσεις και περιουσιακά στοιχεία, στις ΗΠΑ και στην ΕΕ, θα καταλήξουν να κατέχουν ένα σημαντικό μέρος της εθνικής οικονομίας.
Η συνεχής δημιουργία ελλειμμάτων μπορεί να επιτρέψει σε ξένους επενδυτές να αποκτήσουν σημαντικά ποσοστά του εθνικού κεφαλαίου, όπως ακίνητα, επιχειρήσεις κρατικά ομόλογα και άλλους πόρους. Η συνεχής αυτή αγορά μπορεί να οδηγήσει σε υπερβολική συγκέντρωση της ιδιοκτησίας στα χέρια των ξένων, μείωση του ελέγχου των τοπικών επιχειρηματιών και της εθνικής κυβέρνησης επί της οικονομίας, και αύξηση της εξάρτησης της χώρας από τις αποφάσεις και τα συμφέροντα των ξένων επενδυτών.
Τα εμπορικά ελλείμματα και η εξάρτηση από ξένες επενδύσεις μπορεί να επηρεάσουν την εθνική πολιτική και να δημιουργήσουν εντάσεις μεταξύ των τοπικών και ξένων συμφερόντων. Η απώλεια ελέγχου επί σημαντικών οικονομικών τομέων μπορεί να οδηγήσει σε κοινωνικές αντιδράσεις και πολιτική αστάθεια.
Οι ξένοι επενδυτές δεν επενδύουν πάντα σε νέες επιχειρήσεις ή στην ανάπτυξη νέων πόρων. Πολύ συχνά, επιλέγουν να αγοράσουν υφιστάμενες επιχειρήσεις, φυσικούς πόρους, και άλλα περιουσιακά στοιχεία. Αυτές οι αγορές μπορεί να περιλαμβάνουν βιομηχανικές και εμπορικές επιχειρήσεις, γη και ακίνητα, φυσικούς πόρους όπως ορυκτά, πετρέλαιο φυσικό αέριο, νερό κλπ.
Όλα αυτά αγοράζονται με τα κεφάλαια των χωρών που έχουν εμπορικά πλεονάσματα τα οποία τα δημιούργησαν από τα εμπορικά ελλείμματα των άλλων χωρών. Οι χώρες για να καλύψουν τις απώλειες από τα εμπορικά ελλείμματα, δανείζονται ή εκτυπώνουν χρήμα, που οδηγώντας στην υπερχρέωση και στην τροφοδότηση του πληθωρισμού. Η Κίνα για παράδειγμα το 2023 κατάφερε εμπορικά πλεονάσματα σχεδόν $1 τρισ. τα οποία προέρχονται περίπου κατά 290 δισ. από την ΕΕ και κατά 320 δισ. από τις ΗΠΑ.
Περαιτέρω αποτέλεσμα είναι η μείωση των εθνικών εσόδων, καθώς τα κέρδη και οι πόροι μεταφέρονται στο εξωτερικό. Ακολουθεί η μείωση των επενδύσεων σε τοπικές κοινότητες και υποδομές και ενδεχόμενη αποσταθεροποίηση της τοπικής αγοράς εργασίας, καθώς οι ξένοι επενδυτές μπορεί να δώσουν προτεραιότητα σε κέρδη έναντι της ευημερίας των εργαζομένων.
Οι αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις οδηγούν σε κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις. Η εκτεταμένη ιδιοποίηση από ξένους επενδυτές μπορεί επίσης να οδηγήσει σε αυξημένες κοινωνικές εντάσεις και ανισότητες, καθώς οι τοπικές κοινότητες μπορεί να αισθανθούν αποξενωμένες και αδικημένες.
Η εθνικές πολιτικές πιέζονται, καθώς οι κυβερνήσεις μπορεί να βρεθούν υπό πίεση να προστατεύσουν τα τοπικά συμφέροντα έναντι των ξένων. Αυτό οδηγεί σε αλλαγές στην εθνική πολιτική και νομοθεσία για την προστασία των εγχώριων πόρων και της οικονομικής κυριαρχίας με επιβολή δασμών κυρώσεων, απαγορεύσεων εξαγορών και άλλων μέτρων.
Η συνέχιση των εμπορικών ελλειμμάτων των ΗΠΑ και τις ΕΕ με την Κίνα, η εξαγορά υφιστάμενων επιχειρήσεων, φυσικών πόρων και άλλων περιουσιακών στοιχείων από την Κίνα στα εδάφη των ΗΠΑ και της ΕΕ, έχουν ήδη οδηγήσει σε σημαντικά μακροπρόθεσμα προβλήματα.
Εάν αυτή η τάση συνεχιστεί, οι Κινέζοι επενδυτές μπορεί να καταλήξουν να κατέχουν σημαντικό πλούτο στις ΗΠΑ και στην ΕΕ, μειώνοντας την οικονομική ανεξαρτησία και προκαλώντας σοβαρές κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις που εν μέρει ήδη εμφανίζονται στα εκλογικά αποτελέσματα.
Είναι κρίσιμο για τις κυβερνήσεις να αντιληφθούν προσεκτικά τη διαδικασία με την οποία τα εμπορικά ελλείμματα, υπερχρεώνουν και υποτιμούν την αξία του νομίσματος και επιπλέον σήμερα συμβάλλουν στην αύξηση του πληθωρισμού. Παράλληλα, οι χώρες που καρπούνται τα εξαγωγικά πλεονάσματα, συσσωρεύουν κεφάλαια με τα οποία εξαγοράζουν τον πλούτο των ελλειμματικών χωρών. Οι ελλειμματικές χώρες θα πρέπει να θεσπίσουν πολιτικές που θα προστατεύουν τα εθνικά συμφέροντα και θα εξασφαλίσουν την οικονομική ευημερία των πολιτών τους και παράλληλα να διευρύνουν το υγιές διεθνές εμπόριο.
* Ο Ατσαλάκης Γιώργος είναι Οικονομολόγος, Αναπληρωτής Καθηγητής Πολυτεχνείου Κρήτης, Εργαστήριο Ανάλυσης Δεδομένων και Πρόβλεψης