Του Βασίλη Γεώργα
Στα βαθιά νερά της δεύτερης αξιολόγησης μπαίνει πλέον η κυβέρνηση την ώρα που επιχειρεί να στρέψει όλη την προσοχή των πολιτών στις προσδοκίες για το χρέος.
Φτάσουμε δε φτάσουμε ωστόσο, στο ιερό δισκοπότηρο του χρέους και της ποσοτικής χαλάρωσης, αυτά που θα αποφασιστούν και θα ψηφιστούν τις επόμενες 60 ημέρες για να προχωρήσει η αξιολόγηση, θα επηρεάσουν δραστικά τις ζωές εκατομμυρίων πολιτών είτε είναι άνεργοι, είτε εργαζόμενοι στον ιδιωτικό και στον Δημόσιο τομέα, είτε ενδεχομένως συνταξιούχοι ή πολίτες που λαμβάνουν κοινωνικά επιδόματα.
Μπορεί η αξιολόγηση να έχει κάποιες βαριές θεσμικές παρεμβάσεις όπως η απελευθέρωση αγορών και επαγγελμάτων, η απλοποίηση του επιχειρείν, οι ιδιωτικοποιήσεις, κ.α, αλλά στην πραγματικότητα αυτή η φάση υλοποίησης του τρίτου μνημονίου ρίχνει όλο το βάρος στην αναμόρφωση των εργασιακών σχέσεων, στις κοινωνικές δαπάνες και στη λειτουργία του Δημοσίου.
Το αν οι συζητήσεις που γίνονται για τη χρηματοδοτική συμμετοχή του ΔΝΤ στο ελληνικό πρόγραμμα, θα έχουν ως αποτέλεσμα τελικά να ανοίξουν και θέματα περικοπών στις ήδη καταβαλλόμενες συντάξεις (κατάργηση προσωπικής διαφοράς) ή στη μείωση των φοροαπαλλαγών (αφορολόγητο), είναι κάτι που ακόμη δεν γνωρίζει κανείς, αλλά όλοι στην κυβέρνηση γνωρίζουν πως έχουν λόγους να ανησυχούν.
Σε πρώτο χρόνο, την Κυριακή, ο υπουργός-πρωταγωνιστής αυτής της διαπραγμάτευσης Γ. Κατρούγκαλος, ανοίγει και επίσημα τον φάκελο των εργασιακών. Μαζί με αυτόν για την αναθεώρηση των προνοιακών επιδομάτων, θεωρείται η μεγαλύτερη πρόκληση σε αυτό τον κύκλο διαβουλεύσεων καθώς θα καθορίσει τους όρους της αγοράς εργασίας για τις επόμενες δεκαετίες.
Κατώτατος Μισθός
Από τα σημαντικότερα κεφάλαια της διαπραγμάτευσης είναι το ύψος του κατώτατου μισθού στον ιδιωτικό τομέα. Παρότι με τις ελαστικές μορφές εργασίας που κυριαρχούν πλέον στην αγορά, ο ελάχιστος μισθός τηρείται όλο και λιγότερο και πάνω από 343.000 εργαζόμενοι μερικής απασχόλησης λαμβάνουν λιγότερα από 400 ευρώ μεικτά, στο όνομα της ανταγωνιστικότητας αναζητούνται τρόποι περαιτέρω μείωσης των ελάχιστων αποδοχών. Το ΔΝΤ έχει εκφράσει την άποψη ότι στην Ελλάδα ο κατώτατος μισθός παραμένει υψηλός σε σχέση με το ΑΕΠ συγκριτικά με άλλες χώρες .
Στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης για τους μισθούς βρίσκονται πολλές προτάσεις, από την περικοπή επιδομάτων, και τριετιών ωρίμανσης, μέχρι τις δυνατότητες αναπροσαρμογής του ανάλογα με την πορεία της οικονομίας ή την ενσωμάτωση του 13ου και 14ου μισθού σε δωδεκάμηνη βάση.
Ενώ για τους νέους κάτω των 25 ετών ήδη ο κατώτατος μισθός διαμορφώνεται στα 511 ευρώ, θα επιχειρηθεί περαιτέρω συμπίεση για όλους με τη θέσπιση του λεγόμενου «υποκατώτατου» μισθού. Η συγκεκριμένη πρόταση που αναφέρεται στο πόρισμα της επιτροπής Εμπειρογνωμόνων προβλέπει μείωση του κατώτατου μισθού στο 90% (527 ευρώ) για τον πρώτο χρόνο εργασιακής εμπειρίας, και στο 95% (556 ευρώ) για τον δεύτερο, ανεξαρτήτως ηλικίας. Μια άλλη «εξωτική» πρόταση είναι η δυνατότητα των επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν προβλήματα ή ακολουθούν προγράμματα οικονομικής εξυγίανσης, να αμείβουν με χαμηλότερες αποδοχές το προσωπικό τους.
Συλλογικές Συμβάσεις
Η κυβέρνηση έχει ρίξει μεγάλο βάρος στην επιστροφή της ευθύνης των διαπραγματεύσεων για τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας στους κοινωνικούς εταίρους. Είναι μια πρόταση που δύσκολα θα περάσει από τους δανειστές οι οποίοι εμμένουν στη διατήρηση του ισχύοντος καθεστώτος διαμόρφωσης του κατώτατου μισθού από την εκάστοτε κυβέρνηση. Για το θέμα έχει ήδη υπάρξει «ρήγμα» και μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, κυρίως μέσω της μερικής διαφοροποίησης του ΣΕΒ στην αρχική συμφωνία. Για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, η Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων έχει θετική στάση, αλλά οι απόψεις είναι μοιρασμένες για τον τρόπο που θα μπορούσαν να επανέλθουν. Η πλειοψηφία (5 στους 8) προτείνει τον καθορισμό του κατώτατου μισθού μετά από διαβουλεύσεων με ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες μέσω εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας που θα έχει καθολική εφαρμογή. Οι υπόλοιποι τρεις προτείνουν τον καθορισμό του κατώτατου μισθού από την κυβέρνηση, κατόπιν, όμως, διαβουλεύσεων με τους κοινωνικούς εταίρους και ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες.
Στο μέτωπο των κλαδικών συμβάσεων εργασίας ζητούμενο είναι αν θα καταστεί υποχρεωτική η εφαρμογή τους ή η δανειστές και οι μεγάλες εργοδοτικές οργανώσεις θα επιμείνουν στην υπερίσχυση των επιχειρησιακών και ατομικών συμβάσεων. Το θέμα είναι αν μια κλαδική σύμβαση θα δεσμεύει όλες τις εταιρείες του συγκεκριμένου κλάδου, και όχι μόνο αυτές που μετέχουν σε εργοδοτικές ενώσεις. Η «επεκτασιμότητα» των συλλογικών συμβάσεων είναι συνολικά ένα ζήτημα που θα απασχολήσει τις διαπραγματεύσεις. Το πόρισμα της Επιτροπής Σοφών εισηγείται να θεωρούνται αντιπροσωπευτικές οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας μόνον εφόσον καλύπτουν το 50% των εργαζομένων κάθε κλάδου ή επαγγέλματος. Πρόκειται στην ουσία για μια ρύθμιση που αν περάσει, αποδυναμώνει στην πράξη την προοπτική υπογραφής συλλογικών συμβάσεων καθώς η συμμετοχή των εργαζομένων στα συνδικάτα είναι σήμερα αριθμητικά ελάχιστη.
Διαιτησία
Το πιο αιχμηρό αγκάθι για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις παραμένει η μονομερής προσφυγή στη Διαιτησία. Ο ΣΕΒ και άλλες μεγάλες εργοδοτικές οργανώσεις επιδιώκουν την αποδυνάμωση του ΟΜΕΔ όπως λειτουργεί σήμερα, με την κατάργηση της δυνατότητας μονομερούς προσφυγής. Η θέση της Επιτροπής Σοφών για την δυνατότητας μονομερούς προσφυγής στη Διαιτησία ως αποτέλεσμα της αδυναμίας εργοδοτών-εργαζομένων να συμφωνήσουν στις συλλογικές διαπραγματεύσεις, διαφέρει από εκείνη που επισήμως θα επιθυμούσαν τα συνδικάτα και το υπουργείο Εργασίας. Μπορεί η Επιτροπή να μην εισηγείται κατάργηση όπως επιδιώκει ο ΣΕΒ, εμμέσως όμως ανοίγει θέμα περιορισμού του δικαιώματος μονομερούς προσφυγής, καθώς την χαρακτηρίζει ως «έσχατο μέσο» που καταδεικνύει έλλειψη εμπιστοσύνης και εισηγείται να προτιμάται η επίτευξη συμφωνίας μεταξύ των δύο μερών για προσφυγή στο θεσμό της Διαιτησίας.
Ομαδικές απολύσεις
Παρά τον θόρυβο που έχει προκαλέσει το θέμα των ομαδικών απολύσεων, την κυβέρνηση την απασχολεί ελάχιστα από πολιτικής πλευράς καθώς οι τελικές αποφάσεις θα ληφθούν στη βάση της απόφασης που θα εκδώσει το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θεωρείται πολύ πιθανό να υπάρξει περαιτέρω απελευθέρωση στη δυνατότητα μαζικών απολύσεων και κυρίως κατάργηση της δυνατότητας του υπουργού να εγκρίνει ή να απορρίπτει το σχέδιο που είναι σήμερα υποχρεωμένες να υποβάλλουν οι επιχειρήσεις.
Επιδόματα
Η αναθεώρηση της πολιτικής επιδομάτων που ισχύει σήμερα, δεν πρόκειται να είναι μια ανώδυνη διαδικασία για την κυβέρνηση καθώς είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει σε περικοπές στις κοινωνικές παροχές εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών και να πυροδοτήσει αντιδράσεις. Στα υπουργεία Εργασίας και Οικονομικών αναζητούν πόρους από 700 εκατ. ευρώ έως 1 δισ. ευρώ προκειμένου να χρηματοδοτηθεί από την 1.1.2017 η πανελλαδική εφαρμογή του Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης. Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι δεν θα χρειαστεί να γίνουν περικοπές καθώς θα υπάρξουν έσοδα από άλλες πηγές όπως η καταπολέμηση της διαφθοράς, οι τηλεοπτικές άδειες κλπ και έχει ήδη εγγράψει στον προϋπολογισμό κονδύλι 700 εκατ. ευρώ. Σε αντίθετη περίπτωση, ωστόσο, τα χρήματα αυτά θα πρέπει να προέλθουν από περικοπές ή ανακατανομές υφιστάμενων επιδομάτων και φορολογικών απαλλαγών μεταξύ των οποίων στις ιατροφαρμακευτικές δαπάνες, στα επιδόματα αναπηρίας, στο επίδομα θέρμανσης κλπ. Το συμπληρωματικό μνημόνιο προέβλεπε ότι ως τον Σεπτέμβριο θα έπρεπε να έχει ολοκληρωθεί η αναδιάρθρωση όλων των επιδομάτων πρόνοιας με στόχο να προκύψει εξοικονόμηση ίση με το 0,5% του ΑΕΠ ετησίως. Η νομοθέτηση θα έπρεπε να γίνει εντός του Οκτωβρίου, ενώ τον Νοέμβριο θα πρέπει να εξεταστεί τυχόν αναθεώρηση του πιλοτικού προγράμματος για το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα ενόψει της πανελλαδικής εφαρμογής του το 2017.
Κινητικότητα, αξιολόγηση και Ειδικά Μισθολόγια στο Δημόσιο
Οι παρεμβάσεις στο Δημόσιο είναι ένας ακόμη καυτός φάκελος που θα ανοίξει το επόμενο διάστημα. Η αναμόρφωση των Ειδικών Μισθολογίων (δικαστές, αστυνομικοί, λιμενικοί, στρατιωτικοί, καθηγητές ΤΕΙ, ερευνητές, γιατροί του ΕΣΥ, διπλωματικοί υπάλληλοι, αρχιερείς κλπ) αφορά σε ένα κονδύλι 5 δισ. ευρώ ετησίως και ο «εξορθολογισμός» τους δεν αποκλείεται να οδηγήσει τελικά σε απώλειες για τους δημόσιους υπαλλήλους. Παράλληλα θα ανοίξουν και τα θέματα της νομοθέτησης μόνιμου πλαισίου κινητικότητας για τους δημόσιους υπαλλήλους (το νομοσχέδιο πέρασε από την βάσανο της διαβούλευσης τον περασμένο Ιούλιο, τροποποιήθηκε, αλλά δεν έχει κατατεθεί), καθώς και της ψήφισης της δευτερογενούς νομοθεσίας για το πλαίσιο αξιολόγησης στον δημόσιο τομέα.
Με το νομοσχέδιο για την κινητικότητα, εισάγεται η πρακτική των «συνεντεύξεων» μεταξύ των υποψηφίων που ενδιαφέρονται να μεταταχθούν ενώ μεταξύ άλλων μειώνεται στο 50% από 65% το ελάχιστο ποσοστό των θέσεων που πρέπει να έχει καλυμμένο ένας φορέας, ώστε οι υπάλληλοί του να έχουν δικαίωμα να αιτηθούν τη μετακίνησή τους σε άλλη υπηρεσία. Η κινητικότητα είναι απόλυτα εθελοντική, αφορά είτε μόνιμους υπαλλήλους, είτε αορίστου χρόνου και θα διενεργείται ως μετάταξη σε κενή οργανική θέση.