Μπορεί η προοπτική εξόδου της Ελλάδας από τα προγράμματα διάσωσης να χαρακτηρίζεται θετική εξέλιξη και τα στοιχεία για την οικονομία να είναι ενθαρρυντικά, ωστόσο αυτό που μετράει είναι η μακροπρόθεσμη ικανότητα της χώρας να αναπτύσσεται. Αυτό εκτιμά η Morgan Stanley, σε έκθεσή της για την «πολυαναμενόμενη» έξοδο της Ελλάδας από τα μνημόνια, τονίζοντας ωστόσο ότι το ζήτημα του χρέους θα συνεχίσει να απασχολεί τη χώρα για τις επόμενες δεκαετίες.
Η αμερικανική τράπεζα χαρακτηρίζει την ανάπτυξη της Ελλάδας αδύναμη, επισημαίνοντας παράλληλα ότι υπάρχουν ακόμα διαρθρωτικές προκλήσεις που πρέπει να διευθετηθούν. Παρότι υπήρξε θετικό το μομέντουμ των μεταρρυθμίσεων τα τελευταία χρόνια, η επενδυτική τράπεζα εφιστά την προσοχή στο προσεχές μέλλον και στο κατά πόσο θα καταφέρει η ελληνική κυβέρνηση να εκμεταλλευτεί αυτές τις μεταρρυθμίσεις.
Μακροπρόθεσμα, λοιπόν, θεωρεί πως δεν είναι απίθανο να επανέλθουν κίνδυνοι ως προς το χρέος.
Σε ό,τι αφορά την οικονομική «υπόσταση» της Ελλάδας, ο οίκος σημειώνει πως έχει ήδη ξεκινήσει μία θετική τάση αναβαθμίσεων της πιστοληπτικής της αξιολόγησης. «Αυτή η τάση αναμένεται να συνεχιστεί, με κάθε αναβάθμιση να εκτιμάται ότι θα δίνει ώθηση στην επενδυτική εμπιστοσύνη αναφορικά με την βιωσιμότητα της ανάκαμψης».
Στο μεταξύ, η Morgan Stanley εκτιμά ότι η ΕΚΤ θα μπορούσε να συμπεριλάβει την Ελλάδα στο QE αλλά μόνο για μερικές εβδομάδες καθώς το παράθυρο είναι περιορισμένο από την έξοδο της χώρας μέχρι το τέλος του προγράμματος.
Σύμφωνα με την έκθεση, η ελληνική οικονομία έχει συρρικνωθεί κατά 25% σε σχέση με το δεύτερο τρίμηνο του 2017 και ένα τόσο μεγάλο μέγεθος αποτυπώνει ότι η κρίση είχε πολύ μεγαλύτερο αντίκτυπο στην Ελλάδα απ'' ό,τι σε άλλες χώρες.
Στοιχείο κλειδί παραμένει η εγχώρια ζήτηση, ενώ μεγάλη προσοχή πρέπει να δοθεί στην κατανάλωση και τις επενδύσεις.
Σύμφωνα με την Morgan Stanley, για να θεωρηθεί πετυχημένη η έξοδος της Ελλάδας, χρειάζεται να διατηρηθεί η βελτίωση. Για να γίνει αυτό χρειάζεται συνεχή προσοχή στους δημοσιονομικούς στόχους, τους οποίους θα παρακολουθούν στενά και οι θεσμοί. Στο τέλος, όμως, μια ισχυρή και μακροπρόθεσμη ανάπτυξη είναι απαραίτητη ώστε να περιοριστεί η αβεβαιότητα σχετικά με την πορεία τους χρέους στο μεσο προς μακροπρόθεσμο διάστημα.