Το σημαντικό ρόλο που διαδραματίζουν οι ΑΠΕ για την αντιμετώπιση της ενεργειακής ακρίβειας αναδεικνύει ξανά η πρόταση της Κομισιόν, που αποτελεί και πολιτική απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης, να επιβάλει έκτακτη εισφορά στα όποια υπερκέρδη των εταιρειών ηλεκτρισμού. Σε μια συγκυρία που κάποιοι επιχειρούν τεχνηέντως να δημιουργήσουν μια στρεβλή εικόνα, ότι δήθεν η στροφή προς τη πράσινη ενέργεια είναι εκείνη που τελικά πυροδοτεί την ενεργειακή κρίση, η συζήτηση για τη φορολόγηση των υπερκερδών αποδεικνύει το ακριβώς αντίθετο για τις ΑΠΕ.
Στην ελληνική αγορά, όπως και στις ευρωπαϊκές, κάθε πράσινη επένδυση στην ενέργεια λειτουργεί με «κλειδωμένες» εγγυημένες τιμές, στις οποίες και θα πληρωθούν οι παραγωγοί ανεξάρτητα από το ύψος της χονδρικής τιμής της αγοράς. Στην περίπτωση για παράδειγμα ενός αιολικού πάρκου με εγγυημένη τιμή τα 100 ευρώ/ Mwh, ακόμη και όταν η Οριακή Τιμή Συστήματος (χονδρική), φτάσει στα 350 ευρώ ευρώ/ Mwh, εκείνο θα συνεχίσει να πληρώνεται.
Τα υπόλοιπα 250 ευρώ καταλήγουν στον Ειδικό Λογαριασμό ΑΠΕ (ΕΛΑΠΕ) και μέσω αυτού στο Ταμείο Ενεργειακής Μετάβασης, το οποίο χρηματοδοτεί τις επιδοτήσεις που ανακοινώνει κάθε μήνα η κυβέρνηση στο ρεύμα και το φυσικό αέριο. Συνολικά κατά τη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης, οι υψηλές χονδρεμπορικές τιμές έχουν δημιουργήσει ένα πλεόνασμα πάνω από 800 εκατ. ευρώ, τα οποία και έχουν επιστρέψει στην κατανάλωση μέσω του συγκεκριμένου Ταμείου, δηλαδή του βασικού μοχλού για τη χρηματοδότηση των πακέτων στήριξης.
Το ένα σκέλος, για το οποίο κάποιοi σκοπίμως στρουθοκαμηλίζουν, αφορά τα δήθεν υπερκέρδη των ΑΠΕ. Το δεύτερο αφορά την τεράστια ευκαιρία που προσφέρει η ανάπτυξη των ΑΠΕ στην Ελλάδα για ενεργειακή ανεξαρτησία σε βάθος χρόνου. Στο μέτωπο αυτό ταυτίζονται τόσο η κυβέρνηση, όσο και η αξιωματική αντιπολίτευση. Την πρόθεση της κυβέρνησης να ενισχυθεί η παραγωγή από ΑΠΕ επανέλαβε για μια ακόμη φορά στην Βουλή ο Πρωθυπουργός, ενώ με την ανάπτυξη των ΑΠΕ συμφώνησε και ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξης Τσίπρας.
Το πόσο συμβάλλει η πράσινη ενέργεια στην μείωση της ενεργειακής ακρίβειας φαίνεται από την ίδια τη καθημερινή λειτουργίας της χονδρεμπορικής αγοράς ρεύματος. Αν δει κανείς προσεκτικά τα δεδομένα στη χώρα μας, διαπιστώνει ότι οι τιμές ηλεκτρικής ενέργειας αποκλιμακώνονται, κάθε φορά που αυξάνεται το μερίδιο των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και βεβαίως των υδροηλεκτρικών σταθμών στο ενεργειακό μείγμα.
Όταν για παράδειγμα στις 14 Δεκεμβρίου 2021, είχε καταγραφεί στην Ελλάδα η χαμηλότερη χονδρική τιμή πανευρωπαϊκά, με κόστος κάτω από τα 200 ευρώ (197,4 ευρώ/MWh), την ημέρα εκείνη, η συμμετοχή των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα, είχε εκτιναχθεί. Η συμμετοχή των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας είχε αυξηθεί στο 31,1%, των υδροηλεκτρικών στο 16,5% από 3%, με τη συμμετοχή του φυσικού αερίου να περιορίζεται στο 35,6% και του λιγνίτη στο 10,3%. Χαρακτηριστικό είναι ότι εκείνη την ημέρα οι τιμές χονδρικής είχαν εκτιναχθεί σε γειτονικές χώρες, όπως η Ιταλία (309,7 ευρώ/MWh), η Ρουμανία (σχεδόν 260 ευρώ/MWh), η Σερβία (313,9 ευρώ/MWh), και η Βουλγαρία (228,6 ευρώ/MWh).