Πάνω από τα μισά δάνεια που έχουν χορηγήσει οι ελληνικές τράπεζες ανήκουν στην κατηγορία των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ωστόσο, ο εγχώριος τραπεζικός κλάδος είναι καλά οχυρωμένος και δεν φοβάται τα stress tests ή τους όποιους ρυθμιστικούς ελέγχους, επισήμανε ο πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών και της Eurobank, Νίκος Καραμούζης, σε ομιλία του την περασμένη Δευτέρα στο πλαίσιο της παρουσίασης του βιβλίου «Μη Εξυπηρετούμενα Δάνεια και η αντιμετώπιση της αφερεγγυότητας του ιδιωτικού τομέα», με εκδότες τους Χρήστο Γκόρτσο και τον Πλάτωνα Μονοκρούσο, η οποία έγινε στο London School of Economics.
Όπως τόνισε ο κ. Καραμούζης, «οι ελληνικές τράπεζες σήμερα, με βάση τα αποτελέσματα του δευτέρου τριμήνου του 2017, έχουν 102 δισ. ευρώ σε NPEs (μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα), 73 δισ. NPLs (δάνεια σε οριστική καθυστέρηση), επί συνόλου δανειακού χαρτοφυλακίου προς τον ιδιωτικό τομέα ύψους 190 δισ. ευρώ». Έτσι, όπως είπε, η Ελλάδα κατέχει, μαζί με την Κύπρο, τον υψηλότερο δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων στην Ευρωζώνη.
Ο ίδιος σημείωσε ότι «το πρόβλημα δημιουργήθηκε κυρίως εξαιτίας των αντίξοων μακροοικονομικών συνθηκών αλλά και εξαιτίας μίας κρίσης που δεν είχε προηγούμενο - και όχι εξαιτίας των ιδιαιτεροτήτων του ελληνικού τραπεζικού συστήματος, οι οποίες είχαν περιορισμένη επιρροή στο θέμα αυτό».
Όσον αφορά στις «γραμμές άμυνας» και τα «μαξιλάρια» που διαθέτουν οι τράπεζες, ο κ. Καραμούζης είπε τα εξής: «Για την αντιμετώπιση αυτού του μεγάλου όγκου προβληματικών δανείων, οι τέσσερις ελληνικές συστημικές τράπεζες έχουν ήδη διενεργήσει προβλέψεις 53 δισ. ευρώ, καλύπτοντας κατά μέσο όρο το 50% των NPEs και το 69% των NPLs. Τα ποσοστά αυτά κάλυψης είναι πάνω από το μέσο όρο των λοιπών χωρών της Ευρωζώνης.
Επιπλέον, οι ελληνικές τράπεζες διατηρούν ακόμα και σήμερα δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας Tier1 μεταξύ των υψηλοτέρων στην Ευρωπαϊκή Ένωση: στο 17,2% κατά μέσο όρο ή 33 δισ. ευρώ κεφάλαια, ενώ ακόμη και με όρους πλήρους εφαρμογής της CRD IV (fully loaded) ο δείκτης αυτός είναι 16,3% . Επομένως, διαθέτουν έναν από τους υψηλότερους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας -και πάλι μεταξύ των υψηλότερων στην Ευρωζώνη.
Έτσι, οι Ελληνικές τράπεζες διατηρούν ένα σημαντικό κεφαλαιακό απόθεμα -σημαντικά υψηλότερο από το ελάχιστο που προβλέπει ο SSM (12,25%)».
Ο πρόεδρος της ΕΕΤ έθεσε ως προτεραιότητα τη σημαντική μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και γενικά των «ανοιγμάτων» καθώς, όπως είπε, «αποτελεί βασική προϋπόθεση για την αποκατάσταση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, τη βελτίωση της εμπιστοσύνης των αγορών και της πίστης στον χρηματοοικονομικό τομέα εν γένει και, τέλος, την ενίσχυση της δυνατότητας του τραπεζικού τομέα να χρηματοδοτήσει την οικονομία και να οδηγήσει επομένως σε μία βιώσιμη οικονομική ανάκαμψη».
«Οι Ελληνικές Τράπεζες διαθέτουν πράγματι σχέδιο μείωσης των NPLs/NPEs. Έχουν δεσμευτεί έναντι των εποπτικών αρχών και των μετόχων τους ότι θα μειώσουν τα NPEs κατά €40 δισεκ. (ή ποσοστό 38%) στο διάστημα από το πρώτο εξάμηνο του 2016 ως τα τέλη του 2019. Είναι ένας δύσκολος μεν στόχος, αλλά πάντως επιτεύξιμος. Οι Τράπεζες φαίνεται ότι θα επιτύχουν τους στόχους μείωσης των NPEs για το 2017», είπε επίσης.