Του Κωνσταντίνου Χαροκόπου
Ο Αμερίγκο Ορμέα, ο ήρωας του Ιταλό Καλβίνο στο βιβλίο «H μέρα ενός εκλογικού αντιπροσώπου», είχε την εντύπωση πως προχωρούσε πέρα από τα σύνορα του κόσμου του. Διαβάζουμε καθημερινά, πως πρέπει να σκεφτόμαστε «έξω από το κουτί». Σκεφτόμαστε πως πρέπει να αφήσουμε τη νοσταλγία του γνώριμου παρελθόντος και να βαπτιστούμε στο άγνωστο αύριο. Να αλλάξουμε, να εκσυγχρονιστούμε. Και γνωρίζουμε καλά τι συνέβη σε όσους αρνήθηκαν να αντικρίσουν την πραγματικότητα, σε όσους δεν προσαρμόστηκαν στις αλλαγές.
Αυτή η μικρή εισαγωγή μάς οδηγεί διά της πλαγίας οδού στην έννοια των μεταρρυθμίσεων. Αρκετοί εστιάζουν στο γεγονός πως η κρίση στην Ελλάδα είχε κατά βάσιν δημοσιονομική χροιά. Όμως, κατά βάθος, ήταν μια κρίση ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Δηλαδή, μια κρίση που οφειλόταν στην αδυναμία της οικονομίας να παράγει ανταγωνιστικά προϊόντα, που να μπορούν να σταθούν στις διεθνείς αγορές και να μπορούν να υποκαταστήσουν μέρος των εισαγωγών. Γεγονός που είχε οδηγήσει στη δημιουργία ανισορροπίας στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Έχει αποδειχθεί πως η αιτία που οδήγησε την Ελλάδα στην κρίση και αργότερα στη σειρά των μνημονίων, δεν ήταν το ύψος του χρέους, αλλά το μέγεθος των διπλών ελλειμμάτων.
Η ύπαρξη σχετικά υψηλών ρυθμών ανάπτυξης πριν από την κρίση στηρίχθηκε περισσότερο στο υπόβαθρο κάποιων μεταρρυθμίσεων και αλλαγών παλαιότερων κυβερνήσεων, που ως γνωστόν ωριμάζουν με το πέρασμα του χρόνου ποσοτικοποιώντας τα αποτελέσματά τους. Επίσης στηρίχθηκε και στην υιοθέτηση του ευρώ, που πρόσφερε χαμηλά επιτόκια για τη χρηματοδότηση της οικονομίας.
Επιτόκια που δεν δικαιολογούσε η οικονομική κατάσταση της χώρας από μόνη της. Ακολούθως επήλθε η λεγόμενη μεταρρυθμιστική κόπωση, διότι είχαν βαφτιστεί, εν τω μεταξύ, ως μεταρρυθμίσεις οι πολιτικές της φορολογικής στράγγισης των εισοδημάτων και τα μέτρα άμεσα δημοσιονομικού χαρακτήρα, που δεν έδιναν προοπτική σε βάθος χρόνου. Διαστρέφοντας έτσι το πνεύμα και την ουσία των αλλαγών, γιατί, ας μη γελιόμαστε, αλλαγές είναι οι μεταρρυθμίσεις και τίποτε άλλο. Αλλαγές και προσαρμογές στις νέες συνθήκες.
Τα τελευταία τέσσερα χρόνια, οπότε έγιναν κάποιες οριακές αλλαγές, οι μεταρρυθμίσεις ονοματίστηκαν και κατηγοριοποιήθηκαν σε κοινωνικές, σε νεοφιλελεύθερες, σε μεταρρυθμίσεις με αριστερό πρόσημο, ή σε μεταρρυθμίσεις με προοδευτικό χαρακτήρα. Βαφτίστηκαν με διάφορα ονόματα, ακριβώς για να μην προχωρήσουν. Για να διεγείρουν αντιδραστικά συναισθήματα, να ενεργοποιήσουν το θυμικό, να στυλώσουν τα πόδια στο νέο και να υποστηρίξουν τη θολή ασφάλεια του παρελθόντος.
Οι μεταρρυθμίσεις ως αλλαγές σαφώς και δεν έχουν ουδέτερα χαρακτηριστικά. Τα παραδείγματα στην ιστορία αποδεικνύουν πως τα αποτελέσματα από την υιοθέτησή τους είχαν διπλή ανάγνωση. Άλλη ανάγνωση από αυτούς που ευνοήθηκαν άμεσα ή έβλεπαν το γενικότερο κέρδος σε βάθος χρόνου και άλλη ανάγνωση από αυτούς που έχαναν αυτόματα θέσεις εργασίας, θέσεις εξουσίας, μοντέλο ζωής και υφίσταντο σημαντικές αλλαγές στον τρόπο που είχαν συνηθίσει να λειτουργούν.
Και ναι μεν, το διεθνώς αποδεκτό επιστημονικό κριτήριο για την επιτυχία μιας μεταρρύθμισης είναι το αν το συνολικό κέρδος αυτών που κερδίζουν είναι μεγαλύτερο από τη ζημία αυτών που χάνουν, όμως εδώ τα πράγματα είναι πιο σύνθετα. Η υιοθέτηση των μεταρρυθμίσεων δεν περνάει αποκλειστικά και μόνο μέσα από τη αποδοχή τους από την κοινωνία, όπου τα πράγματα είναι ήδη δύσκολα. Πρωταρχικά περνάει μέσα από την υιοθέτησή τους από τους πολιτικούς, οι οποίοι λειτουργούν κυρίως με γνώμονα την επιθυμία για την επανεκλογή τους. Όλοι λίγο - πολύ γνωρίζουμε το τι έπρεπε και το τι πρέπει να γίνει στη χώρα.
Όμως, το λεγόμενο πολιτικό κόστος ήταν η βασική αιτία παραπομπής των πάντων στις ελληνικές καλένδες. Και το πολιτικό κόστος δεν ήταν η αντίδραση των πολιτών, αλλά ο φόβος των πολιτικών να ρισκάρουν την επανεκλογή τους, που σε μεγάλο βαθμό εξαρτιόταν από τη στήριξη συντεταγμένων συνδικαλιστικών, επιχειρηματικών και επαγγελματικών συμφερόντων, όπως για παράδειγμα οι αυτοκινητιστές, τα σωματεία της ΔΕΗ, οι μηχανικοί, οι φαρμακοποιοί, οι λιμενεργάτες κ.λπ.
Οι προχθεσινές εντυπωσιακές εικόνες από το λιμάνι του Πειραιά με την είσοδο του μεγαλύτερου κρουαζιερόπλοιου του κόσμου μάς έφεραν σίγουρα στο μυαλό μνήμες από τη σύγκρουση για τις αυτονόητες αλλαγές στον χώρο της υποδοχής τουρισμού στη χώρα. Και όμως, το αυτονόητο πολεμήθηκε άγρια, χάθηκε χρόνος, χάθηκαν έσοδα, χάθηκαν θέσεις εργασίας, δαπανήθηκαν πόροι και τελικά προχώρησε.
Επομένως ακόμα και εάν μια μεταρρύθμιση αναμένεται να αποδώσει κέρδη για την κοινωνία που θα είναι μικρά ή λίγα για όλους, αυτό θα γίνει σε βάθος χρόνου. Αντίθετα, μέχρι να αποδώσουν οι αλλαγές, οι ομάδες συμφερόντων που θίγονται αντιδρούν υπέρμετρα, με σκοπό τα δεδομένα να παραμείνουν ως έχουν, αμετάβλητα και σταθερά. Τα παραδείγματα της πεζοδρόμησης της οδού Ερμού ή του ωραρίου λειτουργίας των εμπορικών καταστημάτων είναι ενδεικτικά των αντιδράσεων που εγείρονται.
Οι ίδιοι που μπλόκαραν αυτές τις εξελίξεις, ήταν οι ίδιοι που απολάμβαναν τις βόλτες τους στους πεζόδρομους των μεγάλων πόλεων του εξωτερικού και τα ανοιχτά καταστήματα όλο το εικοσιτετράωρο. Οι καταστηματάρχες, οι υπάλληλοι, τα επιμελητήρια, η εκκλησία, οι επιχειρηματίες που είχαν shopping center και πολλοί άλλοι συμμετείχαν στις αντιδράσεις, ασκώντας πίεση στους πολιτικούς και προβάλλοντας τα συμφέροντά τους, που νόμιζαν ότι θίγονται.
Και όταν φυσικά οι μεταρρυθμίσεις δεν πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια των ανοδικών οικονομικών κύκλων και σε συνθήκες οικονομικής ανάπτυξης, όπου υπάρχουν πιο έντονα τα χαρακτηριστικά της αποδοχής των αλλαγών, αναγκαστικά οι μεταρρυθμίσεις θα πρέπει να προωθούνται όταν οι κοινωνίες βρίσκονται αντιμέτωπες με το τέρας. Με το τέρας της ύφεσης, με το τέρας της ανεργίας, με το τέρας της ανέχειας, της ανασφάλειας και του φόβου, με όλα τα «τέρατα» που δρουν αποτρεπτικά προς κάθε αλλαγή.
Εκεί η σκέψη «έξω από το κουτί» και η ανάγκη να προχωρήσουμε πέρα από τα σύνορα του κόσμου μας δίνουν τη θέση τους στην περιχαράκωση και τη στασιμότητα, ως συστατικά της αδράνειας απέναντι σε οποιαδήποτε μεταβολή. Αυτό το γνωρίζουν καλά οι πολιτικοί, οι οποίοι σε περιόδους κρίσης ταυτίζονται με το θυμικό των πολιτών, αντιδρούν και αυτοί απέναντι σε τρίτους πλασματικούς εχθρούς, ενώ είναι οι ίδιοι αυτοί, που με τις αποφάσεις τους σε μεγάλο βαθμό ευθύνονται για την πραγματικότητα που βιώνουν οι πολίτες.
Προς επίρρωση αυτών, ας θυμηθούμε πόσες μεταρρυθμίσεις που είχαν αναλάβει να πραγματοποιήσουν οι κυβερνήσεις κατά τη διάρκεια των μνημονίων μετατρέπονταν σε απαραίτητα «προαπαιτούμενα», όποτε ο κόμπος έφτανε στο χτένι για να εκταμιευθεί η επόμενη δόση από το πρόγραμμα στήριξης. Και σημειώνω το «είχαν αναλάβει να πραγματοποιήσουν», διότι ήταν φανερό πως χωρίς την πίεση της τρόικας δεν θα είχαν υιοθετηθεί από την ελληνική Βουλή αυτές οι έστω και οριακές μεταρρυθμίσεις. Ίσα ίσα που ο «μπαμπούλας» της χρεοκοπίας λόγω της μη εκταμίευσης των δόσεων οδηγούσε στην ψήφιση στο παρά πέντε όλων των μέτρων.
Έτσι, είναι αρκετοί αυτοί που υποστηρίζουν πως τα προγράμματα διάσωσης έσωσαν τη χώρα από την κατάρρευση, όμως την απέτρεψαν από το να λάβει από μόνη όλα εκείνα τα απαραίτητα, επώδυνα, αλλά αποτελεσματικά μέτρα που θα την έκαναν να αλλάξει άρδην την πορεία της. Πως τα προγράμματα απέτρεψαν τις εγχώριες πολιτικές δυνάμεις και τους πολίτες από το να αναλάβουν τις ευθύνες τους. Και ίσως να είναι πράγματι έτσι.
Οι «παλαιοί καλοί καιροί» έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Ο προστατευτισμός των οικονομιών έχει δύσει. Η Ελλάδα καλείται να σταθεί δίπλα σε χώρες υψηλότερης παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας. Με χώρες που επίσης έχουν αντίστοιχη αγωνία να μην υποχωρήσουν έναντι της Ελλάδας. Επομένως σημασία δεν έχει μόνο το τι κάνουμε εμείς, αλλά και το τι κάνουμε εμείς σε σχέση με τους άλλους. Περιχαρακώσεις πίσω από τείχη, μέσα σε κουτάκια, πίσω από σύνορα και μέσα σε λογικές του παρελθόντος, δεν έχουν θέση σήμερα.
Όπως ανέφερε σε εισήγησή του σε κλειστή συνάντηση επενδυτών, την περασμένη εβδομάδα, γνωστός τραπεζίτης από το Λονδίνο, η επόμενη κυβέρνηση πρέπει να επιδείξει αυτό που οι Ρωμαίοι ονόμαζαν gravitas. Και να σύρει την ελληνική οικονομία και τους πολίτες στην επόμενη ημέρα, μακριά και πέρα απ'' όσα γνωρίζαμε μέχρι σήμερα.
Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο Παρασκευής 26 Απριλίου