Νέα έκκληση για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης απεύθυνε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, κ. Γιάννης Στουρνάρας, εκτιμώντας, μάλιστα, ότι πλέον αποτελεί βασική προϋπόθεση για την ανάκαμψη της οικονομίας το 2017, καθώς θα σηματοδοτήσει την επιστροφή στην κανονικότητα.
Στο πλαίσιο ομιλίας του στο Σύνδεσμο Φαρμακευτικών Επιχειρήσεων Ελλάδος, ο κ. Στουρνάρας τόνισε ότι παρά τα λάθη και τις οπισθοδρομήσεις, παρά το σημαντικό οικονομικό και κοινωνικό κόστος της κρίσης, τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής που εφαρμόστηκαν τα τελευταία χρόνια θεράπευσαν σε μεγάλο βαθμό σωρευμένες παθογένειες και διαρθρωτικές ατέλειες, επιτρέποντας, με αυτόν τον τρόπο, τη βελτίωση των αναπτυξιακών δυνατοτήτων της οικονομίας.
«Στο τελευταίο στάδιο που διανύουμε, αυτά που πρέπει να γίνουν είναι λίγα σε σχέση με τον μεγάλο όγκο των αλλαγών που έχουν ήδη πραγματοποιηθεί από το 2010 μέχρι σήμερα», πρόσθεσε, υπογραμμίζοντας πως η διαδικασία της οικονομικής προσαρμογής πήρε πολύ χρόνο, αλλά έχει σε μεγάλο βαθμό ολοκληρωθεί, όπως αυτό αντανακλάται και στα τελευταία διαθέσιμα οικονομικά μεγέθη.
«Ειδικότερα, όσον αφορά τη δημοσιονομική προσαρμογή από το 2009 μέχρι σήμερα, έχει επιτευχθεί σχεδόν το 90% της απαιτούμενης μέχρι το 2018 προσαρμογής: από πρωτογενές έλλειμμα 10% του ΑΕΠ το 2009, το 2016 το πρωτογενές πλεόνασμα διαμορφώθηκε γύρω στο 2% του ΑΕΠ, έναντι τελικού στόχου 3,5% του ΑΕΠ το 2018.
Οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας, που έχουν ήδη γίνει, συνέβαλαν καθοριστικά, αφενός στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και, αφετέρου, στο να περάσουμε σε ένα στάδιο ανάκαμψης που χαρακτηρίζεται από υψηλή ελαστικότητα μεταξύ αύξησης του ΑΕΠ και αύξησης της απασχόλησης. Μάλιστα, ακόμα και το 2015, όταν οι ρυθμοί οικονομικής ανάπτυξης ήταν αρνητικοί, παρατηρήθηκε θετικός ρυθμός αύξησης της απασχόλησης.
Αποτέλεσμα όλων των αλλαγών που προαναφέρθηκαν είναι η διαφαινόμενη αναδιάρθρωση της οικονομίας στην κατεύθυνση ενός νέου, εξωστρεφούς, αναπτυξιακού προτύπου, με έμφαση στους τομείς των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών».
Ακολουθεί απόσπασμα της ομιλίας του κ. Στουρνάρα:
Με δεδομένο, πρώτον, ότι οι επενδύσεις σήμερα, ως ποσοστό του ΑΕΠ, απέχουν πολύ από το αντίστοιχο ποσοστό που προϋπήρχε της κρίσης (11% έναντι 24% του ΑΕΠ) και, δεύτερον, ότι η χρονίως χαμηλή εγχώρια αποταμίευση δεν είναι από μόνη της αρκετή να χρηματοδοτήσει ένα ικανοποιητικό επίπεδο επενδύσεων και συνεπώς να στηρίξει ταχεία ανάπτυξη, επείγει η προσέλκυση ξένων κεφαλαίων για επενδύσεις σε συνεργασία με εγχώριες επιχειρήσεις. Υπάρχουν πολλοί κλάδοι της οικονομίας με αξιόλογα αποθέματα αναπτυξιακού δυναμικού, εξαγωγικό προσανατολισμό και υψηλής ποιότητας ανθρώπινο κεφάλαιο. Για την προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων απαιτούνται: η θέσπιση ενός σταθερού, σύγχρονου και ευνοϊκού φορολογικού συστήματος, η μείωση του μη μισθολογικού κόστους των επιχειρήσεων, η ενθάρρυνση της καινοτομίας και των εξαγωγών, η δημιουργία ενός προβλέψιμου οικονομικού περιβάλλοντος φιλικού προς την επιχειρηματικότητα και η υλοποίηση, χωρίς άλλους δισταγμούς, του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων και αξιοποίησης της αδρανούς ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου, κυρίως μέσω των κατάλληλων χρήσεων γης.
Έρευνα, επιχειρηματικότητα και καινοτομία
Η προσέλκυση και η διατήρηση ξένων άμεσων επενδύσεων εκτιμάται ότι θα υποστηρίξουν την έξοδο της χώρας από την κρίση και την επίτευξη βιώσιμης ανάπτυξης. Οι ξένες άμεσες επενδύσεις συνεπάγονται σημαντικά οφέλη για την ελληνική οικονομία: εισαγωγή νέων τεχνολογιών και προώθηση της καινοτομίας, αναβάθμιση του αποθέματος κεφαλαίου (υλικού και ανθρώπινου), ανάπτυξη νέων κλάδων και προϊόντων υψηλότερης προστιθέμενης αξίας, ιδιαίτερα στον τομέα των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών, ενίσχυση του ανταγωνισμού και δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.
Ειδικότερα, οι ξένες άμεσες επενδύσεις που επιδιώκουν να αυξήσουν τις εξαγωγές, συνιστούν γρήγορο και αποτελεσματικό μέσο για την αναδιάρθρωση του εγχώριου παραγωγικού προτύπου. Η ενσωμάτωση των ελληνικών επιχειρήσεων σε παγκόσμιες αλυσίδες αξίας, η μεταφορά τεχνογνωσίας και πληροφοριών για τις εξωτερικές αγορές, καθώς και η αξιοποίηση πιο σύγχρονων παραγωγικών διαδικασιών, ανάλογων με εκείνες που χρησιμοποιούν ξένοι ανταγωνιστές με στόχο τη στροφή προς πιο σύνθετα προϊόντα, βελτιώνουν την παραγωγικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων και, κατ' επέκταση, τον εξαγωγικό δυναμισμό τους.
Η ενθάρρυνση της έρευνας, η διάχυση της τεχνολογίας και η ενίσχυση της επιχειρηματικότητας αποτελούν το τρίπτυχο για να ενθαρρυνθεί η αποτελεσματικότερη αξιοποίηση του ανθρώπινου κεφαλαίου. Αυτή θα εστιάζει στη δημιουργία αξίας μέσω της διασύνδεσης του απομονωμένου σήμερα δημόσιου ερευνητικού συστήματος, με τον παραγωγικό τομέα, συμβάλλοντας ουσιαστικά στην αναπτυξιακή διαδικασία. Γενικότερα, η δημόσια παρέμβαση μπορεί να ενθαρρύνει τόσο τη διάχυση της τεχνολογίας, δηλαδή τη στήριξη της εμπορικής αξιοποίησης της ερευνητικής δραστηριότητας που παράγεται στα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα (άδειες και δικαιώματα ευρεσιτεχνίας), όσο και τη δημιουργία παραγωγικής διεξόδου στις φιλοδοξίες των χαρισματικών και ταλαντούχων νέων επιστημόνων. Για να επιτευχθεί αυτός ο κοινός στόχος, θα πρέπει, πρώτον, να εμπεδωθεί ευρέως στην κοινωνία κουλτούρα επιχειρηματικότητας και αναγνώριση της αριστείας και, δεύτερον, να αξιοποιηθούν οι πόροι των υφιστάμενων ταμείων παροχής εγγυήσεων και χρηματοδοτήσεων. Η αξιοποίηση των χρηματοδοτικών εργαλείων που προσφέρει το Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων (EIF), του ομίλου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, καθώς και των πόρων του ΕΣΠΑ 2014-2020, αποτελεί διέξοδο στο πρόβλημα της χρηματοδότησης μικρομεσαίων επιχειρήσεων, που χρησιμοποιούν νέες τεχνολογίες.
Κυρίως, όμως, θα πρέπει να δραστηριοποιηθεί ο ιδιωτικός τομέας στην κατεύθυνση αυτή αναλαμβάνοντας πρώτος πρωτοβουλίες και επιχειρηματικά ρίσκα που θα αποφέρουν κέρδη σε βάθος χρόνου. Η χώρα διαθέτει σήμερα ένα σημαντικό αριθμό αξιόλογων, διεθνώς αναγνωρισμένων επιστημόνων. Επίσης, σημαντικός αριθμός εξαιρετικών Ελλήνων επιστημόνων δραστηριοποιείται στο εξωτερικό. Αυτός ο πλούτος για τη χώρα δεν έχει αξιοποιηθεί για δεκαετίες. Η Ελλάδα θα μπορούσε να αποτελέσει αξιόλογο κόμβο τεχνολογίας (technology hub) με οικονομία βασισμένη στη γνώση και στην καινοτομία. Στις αναπτυγμένες οικονομίες, τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα είναι η αιχμή του δόρατος της παραγωγικής τους βάσης. Τα καινοτόμα προϊόντα και οι υπηρεσίες, που αυτά ανακαλύπτουν, βρίσκουν διέξοδο στην εμπορική εκμετάλλευσή τους. Εδώ, με λίγες εξαιρέσεις, απουσιάζει η νοοτροπία της καινοτόμου δραστηριότητας στις επιχειρήσεις. Η επιστημονική έρευνα απαιτεί σοβαρή και διαρκή χρηματοδότηση, αξιοκρατία, εξωστρέφεια, συνεργασία, δηλαδή, με την επιστημονική κοινότητα. Απαιτεί επίσης νοοτροπία επιχειρηματικού ρίσκου και επένδυσης σε καινοτόμες δραστηριότητες, που θα αποφέρουν κέρδος σε βάθος χρόνου. Ο ιδιωτικός τομέας οφείλει να εμπιστευτεί το καινοτόμο ταλέντο των νέων Ελλήνων επιστημόνων.
Σύμφωνα με τη διεθνή πρακτική, τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά κέντρα συνεισφέρουν με την έρευνά τους στην αντιμετώπιση προβλημάτων και προκλήσεων που αντιμετωπίζει η κοινωνία σε πολλούς τομείς, όπως π.χ. η υγεία ή το περιβάλλον, ώστε τα χρήματα των φορολογουμένων που χρηματοδοτούν την έρευνα να επιστρέφουν στην κοινωνία. Η χρήσιμη, καινοτόμος νέα γνώση που παράγεται σε αυτά βρίσκει το δρόμο της εμπορικής εφαρμογής με τη δημιουργία ακαδημαϊκών εταιριών-τεχνοβλαστών (startups, spinoffs), οι οποίες συνεργάζονται με τις αντίστοιχες εταιρίες του ιδιωτικού τομέα. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, το 65% των νέων φαρμάκων και διαγνωστικών μεθόδων αναπτύσσονται σε μικρές εταιρίες βιοτεχνολογίας με ισχυρή ακαδημαϊκή παρουσία. Στην Ευρώπη το αντίστοιχο ποσοστό είναι 30%. Στη χώρα μας είναι ελάχιστ, παρά την ύπαρξη αξιόλογου επιστημονικού δυναμικού. Η επιχειρηματική εκμετάλλευση της πνευματικής ιδιοκτησίας (πατέντες) αποφέρει διεθνώς σημαντικούς πόρους στα πανεπιστήμια, που χρηματοδοτούν μέσω αυτών υποτροφίες φοιτητών και τον εκσυγχρονισμό των εκπαιδευτικών και ερευνητικών τους υποδομών. Στη χώρα μας, ποικίλες ιδεοληψίες έχουν περιορίσει τη δυνατότητα των ΑΕΙ να επωφελούνται από την παραγόμενη σε αυτά καινοτομία.
Η Ελλάδα, το 2015, βρισκόταν στην 19η θέση στην κατάταξη καινοτομίας ανάμεσα στις 28 χώρες της ΕΕ. Ανήκει στους λεγόμενους «moderate innovators»: στο 69,8% του μέσου ευρωπαϊκού επιπέδου και στο 52% περίπου της βαθμολογίας του ηγέτη της καινοτομίας (Σουηδία). Η Ελλάδα αργεί να μετασχηματιστεί σε «οικονομία της γνώσης». Πολύ ενδιαφέρον στοιχείο όμως είναι το ακόλουθο: αν και το επίπεδο εκπαίδευσης του ανθρώπινου δυναμικού είναι πολύ υψηλό, παρατηρείται αδυναμία συνεργασίας επιχειρήσεων και πανεπιστημίων / ερευνητικών κέντρων, χαμηλές δαπάνες σε έρευνα και ανάπτυξη όλων των φορέων έρευνας, ισχνές επιδόσεις στην κατοχύρωση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας (patents), μικρή εμπορική αξιοποίηση αποτελεσμάτων έρευνας και σημαντική μετανάστευση επιστημόνων και στελεχών με υψηλή κατάρτιση.