Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Ένα νέο ξεκίνημα στη σχέση της Ελλάδας με τις αγορές και τους διεθνείς επενδυτές θέλει να κάνει από σήμερα η κυβέρνηση, με τον ΟΔΔΗΧ να είναι έτοιμος να προχωρήσει στην έκδοση 7ετούς ομολόγου για την άντληση 2,5 δισ. ευρώ. Στόχος του νέου οικονομικού επιτελείου είναι να επιταχυνθεί η σταδιακή επιστροφή του ελληνικού δημοσίου στα ραντάρ μακροπρόθεσμων επενδυτών και να τεθούν οι βάσεις για την πλήρη αποκατάσταση της εμπιστοσύνης μέσα στην επόμενη διετία.
Είναι ίσως η πρώτη φορά μετά από πάρα πολλά χρόνια που αυτό που αναζητεί η ελληνική κυβέρνηση στις αγορές δεν είναι ούτε το ύψος των χρημάτων που θα αντλήσει, ούτε το εξαιρετικά χαμηλό επιτόκιο, αλλά η χαμένη της αξιοπιστία.
Άλλωστε, τα επιτόκια έχουν υποχωρήσει τόσο πολύ το τελευταίο δίμηνο που δεν υπάρχει ανησυχία για την έκδοση του 7ετούς με παράγοντες της αγοράς να τοποθετούν το χαμηλότερα από το επίπεδο του 2% με… τάση να εκπλήξει ίσως και κάτω από 1,8%. Την ίδια ώρα, το ελληνικό δημόσιο δεν «καίγεται» για ρευστότητα αφού διαθέτει το κεφαλαιακό απόθεμα και παράλληλα υπερκαλύπτει με την έκδοση τον ετήσιο στόχο δανεισμού των 7 δισ. ευρώ, αφού έχει ήδη αντλήσει 5 δισ. μέσω 5ετούς έκδοσης τον Ιανουάριο και 10ετούς τον Μάρτιο.
Κατά συνέπεια, είναι εύλογο στο υπουργείο Οικονομικών να έχουν ρίξει όλο το βάρος στην προσέλκυση «ποιοτικών» επενδυτών, με στόχο να ξεκινήσει ένας νέο κύκλος εμπιστοσύνης με την επενδυτική κοινότητα που στην ουσία θα βγάζει την Ελλάδα από τον… βάλτο της αβεβαιότητας που βρισκόταν στα χρόνια της κρίσης. Έτσι η χώρα θα μπει σε τροχιά σύγκλισης με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης οι οποίες κατά κύριο λόγο δανείζονται στην παρούσα φάση με αρνητικά επιτόκια.
Για να επιστρέψουμε στα προ κρίσης επίπεδα η ελληνική οικονομία θα πρέπει να διανύσει δρόμο μακρύ και γεμάτο προκλήσεις αφού οι συνθήκες δεν μοιάζουν σε τίποτα σήμερα με το 2007. Όταν τον Ιανουάριο του 2007 το ελληνικό δημόσιο έβγαινε στις αγορές για να δανειστεί 5 δισ. ευρώ μέσω της έκδοσης 10ετούς ομολόγου, το επιτόκιο που εξασφάλισε διαμορφώθηκε στο 4,30%. Ήταν μία εποχή που οι επενδυτές δεν είχαν δει – τουλάχιστον στην πλειονότητά τους – την παγκόσμια κρίση να έρχεται με αποτέλεσμα η Ελλάδα να απολαμβάνει σχεδόν τα ίδια επιτόκια με τη Γερμανία στο πλαίσιο της ευφορίας που είχε πυροδοτήσει η Ευρωζώνη στα πρώτα χρόνια της ζωής της.
Το 2007 η Γερμανία δανειζόταν με 3,9% που σημαίνει ότι το spread με το ελληνικό 10ετές δεν ξεπερνούσε τις 40 μονάδες βάσης ή τις 0,4 ποσοστιαίες μονάδες. Στα χρόνια ωστόσο που μεσολάβησαν η παγκόσμια κρίση άλλαξε σχεδόν τα πάντα, η ευρωπαϊκή κρίση ενίσχυσε ακόμη περισσότερο την αβεβαιότητα κι έτσι οι κεντρικές τράπεζες έριξαν μερικά τρισεκατομμύρια στην αγορά για αν τονώσουν τη ρευστότητα. Το αποτέλεσμα το βλέπουμε στα επιτόκια των κρατικών ομολόγων της Ευρωζώνης όπου το γερμανικό 10ετές βρίσκεται στο -2,9%, έχοντας φτάσει έως το -0,40% στις 4 Ιουλίου.
Η διαφορά στο επιτόκιο δανεισμού της Ελλάδας και της Γερμανίας εκτοξεύτηκε στα χρόνια της ελληνικής κρίσης από τις 40 μ.β., το 2007 στο αδιανόητο επίπεδο των 2.855 μ.β. στο αποκορύφωμα της κρίσης το 2012, για να υποχωρήσει το 2014 στις 450 μ.β. και να εκτιναχθεί ξανά στις 1.400 μ.β. το καταστροφικό καλοκαίρι του 2015, πριν υποχωρήσει στο επίπεδο των 258 μ.β. σήμερα.
Η πιθανότητα αναβίωσης της ποσοτικής χαλάρωσης αποτελεί αναμφίβολα ένα σημαντικό παράγοντα για να μειωθεί περαιτέρω το κόστος δανεισμού της χώρας. Ωστόσο οι ειδικοί επιμένουν ότι δεν αρκεί. Μόνο με την εφαρμογή των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων που θα δώσουν αναπτυξιακή ώθηση εκτιμάται ότι μπορεί η Ελλάδα να αφήσει μια και καλή την κρίση πίσω της και να δει το κόστος δανεισμού να πλησιάζει την υπόλοιπη Ευρωζώνη.