Ντόμινο πτωχεύσεων προβλέπει ο Τζ. Στίγκλιτς

Ντόμινο πτωχεύσεων προβλέπει ο Τζ. Στίγκλιτς

Μπορεί να μην αναμένει κάποιον «οικονομικό κατακλυσμό» που να θυμίζει το 2008 και την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση ο βραβευμένος με νόμπελ οικονομίας Τζόζεφ Στίγκλιτς, ωστόσο προβλέπει σειρά εταιρικών χρεοκοπιών, εκφράζοντας παράλληλα την έκπληξή του για το γεγονός ότι οι κεντρικές τράπεζες «σπαταλούν» από τώρα τα φυσίγγιά τους.

«Βασιζόμενος σ'' αυτά που ξέρουμε, θα έλεγα πως δεν βλέπω κρίση», δήλωσε ο αμερικανός οικονομολόγος σε συνομιλία του με το Γαλλικό Πρακτορείο με την ευκαιρία της κυκλοφορίας του βιβλίου του με τίτλο «Λαός, εξουσία και κέρδη» στη Γαλλία.

Ωστόσο, δηλώνει «ανήσυχος», καθώς παρά την πρόσφατη «ένεση» δεκάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας (Fed) στην αμερικανική διατραπεζική αγορά παρατηρεί προς το παρόν μια «σημαντική επιβράδυνση της ανάπτυξης (...) που θα επιφέρει έναν ορισμένο αριθμό χρεοκοπιών», υπαινισσόμενος το πρόσφατο παράδειγμα του βρετανικού ταξιδιωτικού ομίλου Thomas Cook.

«Η κακή διαχείριση μιας επιχείρησης δεν έχει αναγκαστικά συνέπειες σε περιόδους ανάπτυξης, όμως από τη στιγμή που η οικονομία επιβραδύνει, βρίσκονται σε χρεοκοπία», εκτιμά ο Στίγκλιτς, ο οποίος περιμένει πως και άλλοι όμιλοι θα ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο, χωρίς ωστόσο να ξεσπάσει ένας οικονομικός κατακλυσμός παρόμοιος με αυτόν του 2008.

«Είναι αλήθεια πως αυτή η κατάσταση κάνει τους ανθρώπους νευρικούς, όμως χρειάζονται περισσότερες αναταραχές για να προκληθεί μια παγκόσμια κρίση», επισημαίνει, αν και δεν αποκλείει «ορισμένες αναδυόμενες χώρες να μπουν σε κρίση», όπως η Αργεντινή.

«Όμως δεν πιστεύω πως αυτό θα συμβεί στην Ευρώπη ή στις Ηνωμένες Πολιτείες», υπογράμμισε.

Ο Στίγκλιτς είναι επίσης προβληματισμένος με την απόφαση της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας να μειώσει τα επιτόκιά της και με αυτή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) να επαναλάβει το πρόγραμμα αγοράς χρέους, φοβούμενος πως τα μέτρα αυτά, τα οποία ελήφθησαν για να τονωθεί η ανάπτυξη που χωλαίνει, θα αποδειχθούν τελικά μη αποδοτικά.

«Πιστεύω πως είναι ξεκάθαρο ότι οι κεντρικές τράπεζες σπαταλούν πυρομαχικά που θα τους είναι χρήσιμα σε περίπτωση που η κατάσταση επιδεινωθεί», δήλωσε εκφράζοντας τη λύπη του γι'' αυτό.

«Τα μέτρα αυτά δεν θα έχουν παρά πολύ λίγα αποτελέσματα», προειδοποίησε υπενθυμίζοντας πως «ακόμη και η Fed είχε αναγνωρίσει πως δεν είχε ουσιαστικά κανέναν μέσο για να αντιμετωπίσει τον εμπορικό πόλεμο που αποθαρρύνει τους ανθρώπους να επενδύουν», υπαινισσόμενος την κρίση των τελωνειακών δασμών ανάμεσα στην Ουάσινγκτον και το Πεκίνο.

Ένα πρόβλημα «που ονομάζεται Τραμπ»

Αντιθέτως ο Στίγκλιτς διαπιστώνει «προβλήματα» στις τρεις κύριες παγκόσμιες οικονομίες (Κίνα, ευρωζώνη και ΗΠΑ).

«Η Κίνα βρίσκεται σε μια δύσκολη στιγμή καθώς περνάει από μια ανάπτυξη στηριγμένη σε εξαγωγές προϊόντων μεταποίησης σε μια άλλη που βασίζεται πολύ περισσότερο στην εσωτερική κατανάλωση», υπογράμμισε.

Στην ευρωζώνη, ο οικονομολόγος συντάσσεται με τις πολυάριθμες εκκλήσεις που διατυπώνονται στη Γερμανία, η οποία βρίσκεται στα πρόθυρα της τεχνικής ύφεσης, για να επενδύσει περισσότερο «ώστε να τονώσει» τη συρρικνούμενη ανάπτυξη, κάτι που «θα βοηθούσε την Ευρώπη».

Τέλος το «πρόβλημα» στις Ηνωμένες Πολιτείες «δεν είναι ο εμπορικός πόλεμος», αλλά «ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ». «Εισήγαγε ένα τέτοιο επίπεδο αβεβαιότητας και χάους ώστε ακρωτηρίασε ένα μέρος της ανάπτυξης των Ηνωμένων Πολιτειών», διαβεβαίωσε.

«Αυτές οι τρεις καταστάσεις οδηγούν σε οικονομική επιβράδυνση και ο εμπορικός πόλεμος το μόνο που κάνει είναι να επιδεινώνει την κατάσταση», υποστήριξε το Στίγκλιτς, ο οποίος τάσσεται στο βιβλίο του υπέρ ενός «προοδευτικού καπιταλισμού» με επιστροφή του κράτους στην κανονιστική ρύθμιση των αγορών.

Δηλώνει εξάλλου πως υποστηρίζει τη διάλυση των γιγάντων της ψηφιακής οικονομίας. «Δεν υπήρχε λόγος να επιτραπεί στη Facebook να αποκτήσει την Instagram ή τη WhatsApp», υπογράμμισε.

Ο οικονομολόγος χαιρέτισε εξάλλου την απόφαση της γαλλικής κυβέρνησης να φορολογήσει από φέτος τον κύκλο εργασιών των γιγάντων της ψηφιακής οικονομίας. «Η Γαλλία υποχρέωσε έτσι να γίνει μια παγκόσμια συζήτηση» για τον τρόπο με το οποίο θα πρέπει να φορολογούνται οι GAFA (Google, Amazon, Facebook και Apple).

Διαπραγματεύσεις είναι αυτή τη στιγμή σε εξέλιξη στους κόλπους του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) και μπορεί να οδηγήσουν ήδη από τα τέλη της φετινής χρονιάς σε μια διεθνή συμφωνία.

«Δεν έχω παρά μία κριτική να κάνω στον Εμανουέλ Μακρόν: ο φόρος του 3% δεν είναι αρκετά υψηλός», πρόσθεσε.

Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ