Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Η όχι και τόσο εξωδικαστική… φύση του μηχανισμού εξωδικαστικού συμβιβασμού που προωθεί η κυβέρνηση για τη διευθέτηση επιχειρηματικών οφειλών μέσω του νομοσχεδίου που κατατέθηκε στη Βουλή, απειλεί να δημιουργήσει μία νέα «γενιά» λιμναζόντων οφειλών και να θέσει σε κίνδυνο την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών.
Όπως χαρακτηριστικά σημειώνουν στελέχη της αγοράς, «για μία ακόμη φορά οι αρμόδιες αρχές ενεργούν με τεράστια καθυστέρηση και εφαρμόζουν ένα σύστημα με σοβαρές αδυναμίες που τελικά μπορεί να έχει τα αντίθετα αποτελέσματα».
Θολώνει, παράλληλα, περισσότερο το τοπίο σε ότι αφορά το διαχωρισμό μεταξύ των επιχειρήσεων που μπορούν πραγματικά να επιβιώσουν και θέλουν μία ανάσα ρευστότητας και εκείνων που απλώς κερδίζουν χρόνο, εκμεταλλευόμενοι τις διατάξεις του νόμου. Κάτι αντίστοιχο, δηλαδή με τις «παρενέργειες» του νόμου Κατσέλη, στις διατάξεις του οποίου… κρύφτηκαν για αρκετά χρόνια πολλοί «στρατηγικοί κακοπληρωτές».
Σε μία συγκυρία που οι τράπεζες προσπαθούν να συνέλθουν από τις ζημιές της τελευταίας εξαετίας και να επιτύχουν τους στόχους μείωσης των «κόκκινων» δανείων για να μη βρεθούν αντιμέτωπες με δυσάρεστες εξελίξεις στα stress tests του 2018, ο εξωδικαστικός συμβιβασμός μπορεί να εξελιχθεί από σημαντικό εργαλείο σε σοβαρό εμπόδιο.
Οι ίδιες οι διοικήσεις των τραπεζών έχουν δηλώσει ότι αν καταφέρουν να μειώσουν τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (NPEs) στα 98,2 δισ. ευρώ στο τέλος του 2017, από 104,8 δισ. ευρώ στο τέλος του 2016, τότε τα stress tests της ΕΚΤ θα είναι «non event» και δεν θα χρειαστούν μία τέταρτη ανακεφαλαιοποίηση.
Όμως, για να πετύχουν τη μείωση των «κόκκινων» δανείων κατά περίπου 7,5-9 δισ. ευρώ, δεδομένης και της αύξησης που καταγράφηκε στο α' τρίμηνο του έτους, θα πρέπει να έχουν στη διάθεσή τους όλα τα απαραίτητα εργαλεία. Ένα από τα σημαντικότερα είναι ο εξωδικαστικός συμβιβασμός.
Παράγοντες της αγοράς και τραπεζικά στελέχη που έχουν σημαντική εμπειρία στη διαχείριση επιχειρηματικών δανείων εκτιμούν, ότι το νομοσχέδιο ενώ έχει θετικές πτυχές που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν προς όφελος της αγοράς, χαρακτηρίζεται από σοβαρά μειονεκτήματα.
Το βασικότερο «ντεσού» του «εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης επιχειρηματικών οφειλών» που αναμένεται να ψηφιστεί τις επόμενες εβδομάδες, έχει να κάνει με το γεγονός ότι για να δεσμεύει η συμφωνία το σύνολο των πιστωτών θα πρέπει να επικυρωθεί από το αρμόδιο δικαστήριο.
Πρακτικά, το 60% των πιστωτών θα μπορεί να καταλήγει σε συμφωνία για τον τρόπο ρύθμισης των οφειλών μίας επιχείρησης, όμως για να δεσμεύει η συμφωνία αυτή το σύνολο των πιστωτών θα πρέπει να την επικυρώσει το δικαστήριο.
Από τη στιγμή, λοιπόν, που οι περιπτώσεις κατά τις οποίες θα υπάρχει ομόφωνη απόφαση των πιστωτών εκτιμάται πως θα είναι πάρα πολύ λίγες, ο μηχανισμός κινδυνεύει αφενός να επιβαρύνει σημαντικά το δικαστικό σύστημα και αφετέρου να συμβάλλει στη δημιουργία ενός νέου κύματος υποθέσεων που θα μπλοκάρουν, αποτελώντας τροχοπέδη στη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων. Διότι αν κανείς πιστεύει ότι οι αποφάσεις θα λαμβάνονται από τα δικαστήρια εντός λίγων μηνών μάλλον δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα.
Έτσι, ο εξωδικαστικός συμβιβασμός μπορεί να… μείνει στα χαρτιά και αντιθέτως να αποδειχθεί ένας δυσλειτουργικός μηχανισμός που θα ωφελήσει λίγους και θα πλήξει τις τράπεζες. Πόσω μάλλον, όταν οι τράπεζες έχουν εκπέμψει διαδοχικά σήματα κινδύνου για τα «κόκκινα» δάνεια και για την ανάγκη νομοθέτησης των εργαλείων εκείνων που θα διευκολύνουν τη «θεραπεία» των βιώσιμων επιχειρήσεων και τον «θάνατο» των εταιρειών-ζόμπι, οι οποίες… ζουν εις βάρος της πραγματικής οικονομίας.
Γιατί είναι καθοριστική η σωστή εφαρμογή του φέτος
Ακόμη και αν ψηφιστεί… αύριο, ο νόμος δεν θα είναι λειτουργικός μέχρι να τεθεί σε πλήρη ισχύ η ηλεκτρονική πλατφόρμα διαχείρισης των αιτήσεων. Αυτό σημαίνει ότι θα χρειαστεί τουλάχιστον ένα τρίμηνο για να προχωρήσουν οι πρώτες υποθέσεις, καθώς χωρίς την πλατφόρμα οι τράπεζες θα έχουν σοβαρό πρόβλημα.
Το πόσο σημαντική είναι η σωστή λειτουργία ενός «πραγματικού» εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών αποδεικνύεται από το γεγονός ότι μέχρι στιγμής υπάρχει απόκλιση στους στόχους για τη μείωση των «κόκκινων» δανείων μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Αποκλίσεις στους στόχους παρατηρούνται και στην εφαρμογή από κοινού λύσεων ρύθμισης σε κοινούς πελάτες μικρομεσαίων και μεγάλων επιχειρήσεων. Βάσει του τριετούς πλάνου που έχει συμφωνηθεί με τον SSM, τα δάνεια μικρομεσαίων επιχειρήσεων με κοινές λύσεις ρύθμισης φθάνουν στο υψηλότερο επίπεδο στο τέλος του 2017, αυξημένα σε ποσοστό 45% σε σχέση με τα επίπεδα του Ιουνίου του 2016. Πιο φιλόδοξος είναι ο στόχος που έχει τεθεί από τις τράπεζες για τις μεγάλες επιχειρήσεις, για τις οποίες οι κοινές λύσεις ρύθμισης διπλασιάζονται το 2017.
Άρα το 2017, τόσο λόγω των stress tests του 2018, όσο και εξαιτίας των ποσοτικών στοιχείων του τριετούς πλάνου μείωσης των «κόκκινων» δανείων είναι ένα πολύ σημαντικό έτος για τις τράπεζες. Και χωρίς ένα λειτουργικό, αποτελεσματικό, ευέλικτο και γρήγορο μηχανισμό διευθέτησης οφειλών, όλα κινδυνεύουν να τιναχτούν στον αέρα.