Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Ταχύτερη ανάκαμψη για την ελληνική οικονομία έχει τη δυνατότητα να επιτύχει η νέα κυβέρνηση, στο πλαίσιο ενός μεσοπρόθεσμου πλάνου που θα επικεντρωθεί περισσότερο στην ανάπτυξη και λιγότερο στη δημοσιονομική πειθαρχία. Αυτό εκτιμά η JP Morgan, με βάση το πολύ θετικό κλίμα που επικρατεί στις αγορές για την Ελλάδα αλλά και την αποφασιστικότητα του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Σύμφωνα με την αμερικανική τράπεζα, η κυβέρνηση της ΝΔ έχει μία καλή ευκαιρία να καταλήξει σε συμφωνία με τη νέα Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία θα οδηγήσει κάποια δημοσιονομική χαλάρωση από τον στόχο του 3,5% του ΑΕΠ, ιδιαίτερα αν αυτή επιτευχθεί υπό το πλαίσιο παράλληλης εφαρμογής αναπτυξιακών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
«Διατηρούμε την πάγια άποψή μας ότι μία κυβέρνηση της ΝΔ έχει τη δυνατότητα, με δεδομένη την πιο φιλική προς την επιχειρηματικότητα ατζέντα της, να εφαρμόσει τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις και να επιτύχει την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης σε μία οικονομία που διαθέτει σημαντικό χώρο να αναπτυχθεί με βιώσιμο ρυθμό άνω του 3% για αρκετά χρόνια», σημειώνει η JP Morgan.
Η αμερικανική τράπεζα εστιάζει στις προεκλογικές δεσμεύσεις του Κυρ. Μητσοτάκη για μείωση των φόρων στους παραγωγικούς τομείς της οικονομίας (εργατικό δυναμικό και κεφάλαιο), καταπολέμηση της γραφειοκρατίας, βελτίωση της αποτελεσματικότητας του δικαστικού συστήματος και προσέλκυση ξένων επενδύσεων. «Βραχυπρόθεσμα, το πρώτο σημαντικό εμπόδιο για τη νέα κυβέρνηση θα είναι να καταρτίσει μία δημοσιονομική στρατηγική που θα αντιμετωπίζει την “τρύπα” που προκαλούν οι προεκλογικές παροχές που ανακοίνωσε ο Αλέξης Τσίπρας στην προσπάθειά του να ενισχύσει τα ποσοστά του», προσθέτει.
Επισημαίνει δε, ότι το βάρος του χρέους για την ελληνική οικονομία τα επόμενα 5-10 χρόνια είναι ήπιο χάρη στην ελάφρυνση που συμφώνησαν οι Ευρωπαίοι πιστωτές και συνεπώς δεν θα πρέπει να υπολογίζεται στο σύνολο του 175% του ΑΕΠ. Η JP Morgban υπογραμμίζει ότι ο σωστός δείκτης είναι οι συνολικές χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας, τις οποίες το ΔΝΤ υπολογίζει σε μόλις 8% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο σε ορίζοντα 10 ετών. Συγκριτικά, οι χρηματοδοτικές ανάγκες της Ιταλίας και της Ισπανίας διαμορφώνονται γύρω στο 23% και 16% αντίστοιχα.