Της Μαίρης Βενέτη*
Ο εμπορικός πόλεμος εξελίσσεται με ενδείξεις κορύφωσης εδώ και 18 μήνες, με τους δασμούς να συνεχίζουν να αυξάνονται μεταξύ ΗΠΑ- Κίνας, το εμπορικό έλλειμμα ομοίως, ενώ η παραγωγική δραστηριότητα έχει πάρει και αυτή την κατιούσα.
Πρωτίστως βέβαια, ο αντίκτυπος του εμπορικού πολέμου έχει γίνει αισθητός στον τομέα των επιχειρηματικών επενδύσεων.
Ωστόσο, με το νέο κύκλο δασμών σύντομα θα γίνει αισθητός και στους καταναλωτές.
Ως εκ τούτου, οι έμποροι λιανικής πώλησης στις ΗΠΑ αντιμετωπίζουν ένα μεγάλο δίλημμα.
Να μετακυλήσουν το αυξημένο κόστος από τους δασμούς στον καταναλωτή μέσω υψηλότερων τιμών ή να απορροφήσουν αυτό το κόστος οι ίδιοι;
Σύμφωνα με το νέο κύκλο δασμών, από την 1η Σεπτεμβρίου, επιβλήθηκαν δασμοί 15% σε κινεζικές εισαγωγές ύψους 110 δισεκατομμυρίων δολαρίων, συμπεριλαμβανομένων δημοφιλών προϊόντων όπως τηλεοράσεις επίπεδης οθόνης και άλλες ηλεκτρικές συσκευές.
Επιπλέον, από τις 15 Δεκεμβρίου προβλέπεται να επιβληθούν δασμοί 15% σε κινεζικές εισαγωγές ύψους 160 δισεκατομμυρίων δολαρίων που πλήττουν ευθέως τη Χριστουγεννιάτικη κατανάλωση, καθώς θ'αυξήσουν τις τιμές των παιχνιδιών, των υποδημάτων, των ακουστικών, των smartphones, των ταμπλετών και των φορητών υπολογιστών.
Είναι προφανές ότι η κλιμάκωση των τιμολογίων των ΗΠΑ προσθέτει εντονότερες πιέσεις στο κόστος που αντιμετωπίζει ο αμερικανικός τομέας λιανικών πωλήσεων, σε μια εποχή μάλιστα που οι παραδοσιακοί λιανοπωλητές ήδη «αγωνίζονται», καθώς πριν από τα πρόσφατα τιμολόγια, είχαν ήδη επιβληθεί δασμοί της τάξης του 25% στις τσάντες, τα δέρματα και το βαμβάκι.
Πολλοί έμποροι λιανικής πώλησης στις ΗΠΑ προσανατολίζονται πλέον στην προσαρμογή της παγκόσμιας αλυσίδας εφοδιασμού τους, μετακινούμενοι από την Κίνα προς τις γειτονικές χώρες, όπως το Βιετνάμ, το Μπαγκλαντές, την Ινδιονησία και την Ινδία.
Η προσαρμογή αυτή όμως απαιτεί χρόνο και χρήμα και δεδομένου ότι είναι στην εκκίνηση της, κρίνεται προς το παρόν ανεπαρκής.
Επιπλέον, πρέπει να σημειωθεί ότι οι περιορισμοί λειτουργίας που συνοδεύουν την παραγωγική ικανότητα των παραπάνω χωρών -ιδίως όσον αφορά τους ποιοτικούς ελέγχους, την αξιοπιστία, τα χαρακτηριστικά απόδοσης και τη συμμόρφωση- παραμένει ένα από τα σημαντικότερα εμπόδια για την μετακίνηση της εφοδιαστικής αλυσίδας προς αυτές.
Σαφή ένδειξη αυτής της άποψης είναι ότι κατά το πρώτο εξάμηνο του 2019, η Κίνα αντιπροσώπευε το 30% του συνόλου των εισαγόμενων ενδυμάτων των ΗΠΑ, ποσοστό που παραμένει αμετάβλητο σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του προηγούμενου έτους.
Στις κατηγορίες υποδημάτων και παιχνιδιών υπάρχει μια μικρή αποκλιμάκωση, καθώς η Κίνα αντιπροσωπεύει το 48% και το 84% των συνολικών εισαγωγών των ΗΠΑ αντίστοιχα, από 52% και 95% πριν από ένα χρόνο.
Η εμπορική διαμάχη ακυρώνει τα οφέλη από τα χαμηλά επιτόκια
Εκτός από την πίεση του κόστους, η πτώση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών είναι άλλος ένας παράγοντας που υποδεικνύει μια μελλοντική ασθενέστερη αύξηση των λιανικών πωλήσεων.
Ο δείκτης εμπιστοσύνης των καταναλωτών στις ΗΠΑ υποχώρησε στο 135,1 τον Αύγουστο από 135,8 τον Ιούλιο.
Στην ουσία, ο Αμερικανός καταναλωτής μπορεί να υποστηρίζεται από τα χαμηλά επιτόκια, τη χαμηλή ανεργία και την πρόσφατη άνοδο του ωρομισθίου, αλλά αντιμετωπίζει ταυτόχρονα ένα ολοένα αυξανόμενο κόστος ζωής, κάτι που μπορεί να περιορίσει την αισιοδοξία του και κατ'επέκταση τις δαπάνες του.
Είναι προφανές ότι ο επόμενος βαλλόμενος είναι ο Αμερικανός έμπορος λιανικής, που θα κληθεί να ανασυντάξει περαιτέρω τις αλυσίδες εφοδιασμού του, αλλά και το επιχειρηματικό του μοντέλο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τ'αποτελέσματα επόμενου εξαμήνου των μετοχών του κλάδου.
*Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή, ή προτροπή για αγορά ή πώληση των αναφερομένων προϊόντων.
Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται, βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, καμία διασφάλιση δεν δίνεται ότι είναι ακριβείς ή πλήρεις και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες