Photo by Adam Berry/Getty Images/Ideal Images
Του Βασίλη Γεώργα
Η κυβέρνηση «καθάρισε» πέρυσι με τις ψευδαισθήσεις και τώρα πρέπει να τελειώσει μια και καλή και με τις παραισθήσεις. Η προειδοποίηση Schaeuble προς την ελληνική κυβέρνηση να μην επενδύσει στην προσδοκία ότι ένα 4ο μνημόνιο μπορεί να περάσει από τη γερμανική Βουλή, ήταν ένα ξεκάθαρο μήνυμα ότι αν ο Αλέξης Τσίπρας δεν δεχτεί τους όρους του ΔΝΤ που βρίσκονται στο τραπέζι, το επόμενο βήμα θα είναι η χρεοκοπία και το Grexit με όλη την ευθύνη να φορτώνεται στις πλάτες της Ελλάδας.
Μολονότι πολλοί ήδη σπεύδουν να στολίσουν ξανά με το κοσμητικό επίθετο του «εκβιαστή» τον γερμανό υπουργό Οικονομικών και να προεξοφλήσουν τη… συνθηκολόγησή του με τις ελληνικές απαιτήσεις, αυτός και οι ομόλογοί του δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να υπενθυμίζουν τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η ελληνική κυβέρνηση στα διάφορα Eurogroup και να κουνά το πουγκί με τα λεφτά με τα οποία η Γερμανία χρηματοδοτεί την ελληνική διάσωση.
Αυτό που λέει είναι αυτό που γνωρίζαμε πάντα. Η Γερμανία δεν προτίθεται να βάλει άλλα λεφτά αν δίπλα στη δική της υπογραφή δεν υπάρχει και η υπογραφή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου που θέτει συγκεκριμένους όρους για να συμμετάσχει.
Τα προηγούμενα 24ωρα -και αμέσως μετά τη συνάντησή του στο Νταβός με την Christine Lagarde, από την οποία προέκυψε η επιβεβαίωση της πρόθεσης του ΔΝΤ να συμμετάσχει στη συμφωνία- ο Schaeuble ξεκαθάρισε με διάφορους τρόπους ότι ελληνικό μνημόνιο χωρίς «εγγυητή» του χρέους το ΔΝΤ και γερμανικά λεφτά δεν μπορεί να υφίσταται. Εμείς εδώ ακόμη και σήμερα εξακολουθούμε να κάνουμε ότι δεν καταλαβαίνουμε.
Καθόλου τυχαία και σε μη νεκρό χρόνο (καθόσον χθες ανέλαβε επίσημα την προεδρία των ΗΠΑ ο Donald Trump που σύμφωνα με υψηλόβαθμα κυβερνητικά στελέχη… «θα έδινε εντολή να αποσυρθεί το ΔΝΤ»), το Ταμείο γνωστοποίησε την πρόθεσή του να επιδιώξει μια «γρήγορη συμφωνία» με την Ελλάδα και ότι «δεσμεύεται πλήρως» να συμμετάσχει στις συζητήσεις.
Η σύμπλευση Βερολίνου-ΔΝΤ την ημέρα ορκωμοσίας του νέου αμερικανού προέδρου ενισχύει την εκτίμηση πως οι δύο βασικοί παίκτες του τραπεζιού τα έχουν βρει μεταξύ τους, έχουν θέσει τα όρια της δικής τους συμβολής στο συμβιβασμό που θα επιχειρηθεί, και πλέον η μπάλα είναι στο γήπεδο της Ελλάδας.
Για μια κυβέρνηση που έχει ήδη δύο χρόνια εμπειρίας διαπραγματεύσεων με την τρόικα, είναι πολιτικά ανεπίτρεπτο να γυρίζει την πλάτη στην πραγματικότητα και να ονειρεύεται ότι με το αποδεκατισμένο «γαλλικό ιππικό» των απερχόμενων Hollande και Moscovici, μπορεί να ανατρέψει το σημερινό μνημόνιο, να «διώξει» το ΔΝΤ και να υπογράψει με τις ευλογίες των δανειστών της ένα νέο καλύτερο πρόγραμμα χωρίς μέτρα και με δεσμεύσεις για διαγραφή χρέους. Και μάλιστα να λέει στους ψηφοφόρους της ότι θα τα καταφέρει όλα αυτά στη διάρκεια της πιο κρίσιμης προεκλογικής χρονιάς των τελευταίων δεκαετιών στην Ευρώπη, με το Brexit σε εξέλιξη και με τον κίνδυνο της χρεοκοπίας να καραδοκεί τον προσεχή Ιούλιο όταν η χώρα καλείται να πληρώσει ομόλογα 7 δισ. ευρώ.
Αυτό δεν είναι ψευδαίσθηση. Είναι παραίσθηση. Και θα γίνει πολύ πιο επικίνδυνη αν η κυβέρνηση εξακολουθήσει να πετάει πέτρες δεξιά αριστερά και ο υπουργός Οικονομικών να λοιδορεί τους δανειστές ειρωνευόμενος ότι «η Ελλάδα μπορεί να τους προσφέρει τεχνική βοήθεια για τις προβλέψεις τους».
Προφανώς όλα αυτά βολεύουν πολύ τον Αλέξη Τσίπρα για έναν λόγο. Διαμορφώνουν ταχύτατα πλέον ένα σκηνικό αφόρητων πιέσεων για την αναπόφευκτη συνθηκολόγηση και παράλληλα ανοίγουν μια έξοδο κινδύνου που μπορεί να τη χρησιμοποιήσει αν κρίνει ότι δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα με την κοινοβουλευτική του ομάδα και τις αντιδράσεις του κόσμου.
Η λογική λέει ότι θα οδηγηθεί στο πρώτο για να διατηρηθεί στην εξουσία και περιμένει μαζί με τον Schaeuble τα πράγματα να φτάσουν «στα άκρα» ώστε να εμπορευθεί την ελπίδα ότι όσα κάνει, τα κάνει κατόπιν σκληρού εκβιασμού για να ξανασώσει τη χώρα.
Αν χρειαστεί για λόγους στρατηγικής θα επιχειρήσει να οδηγήσει τα πράγματα σε σημείο ώστε να μπορεί ζητήσει τη συναίνεση και της αντιπολίτευσης για να περάσει τα μέτρα από τη Βουλή.
Το δίδυμο πρόβλημα που αντιμετωπίζει η κυβέρνηση είναι ότι για να κλείσει την αξιολόγηση, να πληρωθεί τα λεφτά στο χέρι και να πετύχει την ένταξη των ελληνικών ομολόγων στην ποσοτική χαλάρωση, καλείται να λάβει εξαιρετικά δύσκολα μέτρα με κυριότερα την περικοπή των συντάξεων και τη μεγάλη μείωση του αφορολόγητου ορίου, χωρίς την ίδια στιγμή να μπορεί να λάβει εγγυήσεις για τις μεσοπρόθεσμες παρεμβάσεις ελάφρυνσης του χρέους και την αλλαγή του στόχου για τα πρωτογενή πλεονάσματα κάτω από το 3,5%.
Η συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα με αποδοχή της συμφωνίας Ελλάδας-Ευρωπαίων για πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% τουλάχιστον για τα επόμενα πέντε χρόνια, σημαίνει ότι η λήψη πρόσθετων δημοσιονομικών μέτρων είναι αναπόφευκτη και παράλληλα συνεπάγεται τις μικρότερες δυνατές παρεμβάσεις περαιτέρω ελάφρυνσης του χρέους μετά το 2018.
Τα μέτρα αυτά βρίσκονται στο τραπέζι εδώ και πολύ καιρό έχοντας υπολογιστεί από το ίδιο το ΔΝΤ σε 4,5 δισ. ευρώ. Γίνεται πλέον όλο και πιο ξεκάθαρο ότι δεν αρκεί η κυβέρνηση να τα ενσωματώσει σε έναν διευρυμένο «κόφτη» ο οποίος ως ήδη θεσπισμένος μηχανισμός, δεν αποτελεί νέα εγγύηση προς τους δανειστές.
Το αμέσως επόμενο βήμα είναι η «πρόταση Τσακαλώτου» την οποία η ελληνική κυβέρνηση επεξεργάζεται και θα στείλει στους δανειστές στις αρχές της επόμενης εβδομάδας ώστε να υπάρχει μια βάση συζήτησης στο Eurogroup της 26ης Ιανουαρίου. Σύμφωνα με πληροφορίες μια από τις εισηγήσεις που υπάρχουν στο τραπέζι είναι η Ελλάδα να αποδεχθεί την εξειδίκευση των περικοπών του «διευρυμένου μηχανισμού εγγυήσεων» που θα ισχύουν από το 2018 και μετά, αλλά να διεκδικήσει «ρήτρα ανάπτυξης», ενώ στόχος είναι σε κάθε περίπτωση να συνδέσει την αποδοχή των μέτρων με μια ισχυρότερη δέσμευση του Eurogroup για τις μεσοπρόθεσμες παρεμβάσεις ελάφρυνσης του χρέους.
Παρά το γεγονός ότι η πρόταση Τσακαλώτου προς του Eurogroup θα βασίζεται ακριβώς σε αυτή τη λογική του «διευρυμένου μηχανισμού εγγυήσεων» που θα ψηφιστεί από τη Βουλή, η απαίτηση των δανειστών να περιγραφούν και να ψηφιστούν συγκεκριμένες παρεμβάσεις με προκαθορισμένο δημοσιονομικό αποτέλεσμα στο συνταξιοδοτικό κόστος και την ενίσχυση των εσόδων, είναι πλέον ευδιάκριτη και θα κρίνει τις τελικές αποφάσεις των επόμενων εβδομάδων.