«Όχι» της Κομισιόν στις προτάσεις του ΔΝΤ για την Ελλάδα

«Όχι» της Κομισιόν στις προτάσεις του ΔΝΤ για την Ελλάδα

Διπλωματικό «όχι» στις προτάσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για μείωση του ελληνικού στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα μετά το 2018 και για βαθιές αλλαγές στο φορολογικό και το ασφαλιστικό σύστημα έδωσε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Μιλώντας στις Βρυξέλλες λίγες ώρες μετά το επίμαχο άρθρο ανώτατων στελεχών του ΔΝΤ, η εκπρόσωπος της Κομισιόν Annika Breidthardt ανέφερε: «Διαβάσαμε προσεκτικά την ανάρτηση των αξιωματούχων του ΔΝΤ», όμως «οι ευρωπαϊκοί θεσμοί πιστεύουν ότι οι πολιτικές στο πλαίσιο του προγράμματος του ΕSM είναι συμπαγείς και μπορούν να επιτρέψουν στην Ελλάδα να επιστρέψει στην ανάπτυξη και στις αγορές».

Τόνισε δε ότι η Αθήνα βρίσκεται εντός τροχιάς για να πετύχει τους δημοσιονομικούς στόχους και σε περίπτωση που όλα τα συμφωνημένα μέτρα εφαρμοστούν, η Ελλάδα θα επιστρέψει σε βιώσιμη ανάπτυξη και θα μπορεί να ξαναβγεί στις αγορές χρέους.

«Προσωπικό απ'' όλα τα θεσμικά όργανα βρίσκονται στην Αθήνα, προκειμένου να επιτύχει μια συμφωνία για τη δεύτερη αξιολόγηση» ανέφερε και επανέλαβε πως «δεδομένης της προόδου που έχει σημειωθεί μέχρι στιγμής, μια συμφωνία μπορεί να επιτευχθεί σύντομα, εάν όλες οι πλευρές εμπλακούν στις συζητήσεις εποικοδομητικά», ενώ σημείωσε την προσήλωση της Κομισιόν προς αυτό το σκοπό.

Η Annika Breidthardt προσέθεσε με νόημα ότι η Ελλάδα έχει ήδη εφαρμόσει σημαντικές δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες θα πρέπει να ληφθούν υπόψη από όλους τους θεσμούς.

Ερωτηθείσα εάν θα μπορούσε το Ευρωπαϊκό Δημοσιονομικό Συμβούλιο να αποφανθεί εάν το πρόγραμμα είναι αξιόπιστο, σε συνέχεια των αμφιβολιών του ΔΝΤ, η Annika Breidthardt ανέφερε πως το ελληνικό πρόγραμμα έχει περάσει από «λεπτομερείς ελέγχους από το Eurogroup και από άλλους θεσμούς, καθώς και από το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο».

Όπως είπε η κ. Breidthardt, το Ευρωπαϊκό Δημοσιονομικό Συμβούλιο είναι ανεξάρτητο και έγκειται σε αυτούς να αποφασίσουν τι θέλουν να ελέγξουν, καθώς σε γενικές γραμμές η εντολή τους σχετίζεται με την τοποθέτηση έναντι των δημοσιονομικών πολιτικών που αφορούν συνολικά την ευρωζώνη.

«Παραπλανητικά τα στοιχεία του ΔΝΤ»

Την αξιοπιστία των στοιχείων στα οποία βασίζει το ΔΝΤ την κριτική του προς το ελληνικό πρόγραμμα αμφισβητούν ευρωπαϊκοί κύκλοι, παραπέμποντας σε στοιχεία που είναι ήδη δημοσιευμένα, όπως μετέδωσε το ΑΠΕ-ΜΠΕ.

Ειδικότερα, χαρακτηρίζεται ως «παραπλανητικός» ο ισχυρισμός του ΔΝΤ ότι το 50% των Ελλήνων φορολογουμένων εξαιρούνται από τη φορολόγηση του εισοδήματος, καθώς εάν συνοψιστούν ο φόρος εισοδήματος και οι ασφαλιστικές εισφορές, η φορολόγηση στην Ελλάδα είναι πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Με βάση, μάλιστα, τα στοιχεία του ΟΟΣΑ από το 2015, ένα πρόσωπο με αποδοχές στο 67% του μέσου όρου και δύο παιδιά έχει φορολογική επιβάρυνση ύψους 15% στην Ελλάδα, η οποία είναι διπλάσια από αυτή της Πορτογαλίας και τουλάχιστον κατά τρεις φορές μεγαλύτερη από αυτή της Ισπανίας.

Επιπλέον, σε ό,τι αφορά το αφορολόγητο, για τη μείωση του οποίου πιέζει το ΔΝΤ, σύμφωνα με κοινούς υπολογισμούς της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του ΟΟΣΑ, κατά την πρώτη αξιολόγηση η φορολογική βάση διευρύνθηκε στην Ελλάδα, μειώνοντας το αφορολόγητο κατά 10% και ευθυγραμμίζοντάς το με άλλα κράτη-μέλη της ευρωζώνης, όπως η Ισπανία και η Γερμανία.

Αναφορικά με τον ισχυρισμό του ΔΝΤ ότι η εισπραξιμότητα των φόρων στην Ελλάδα έχει μειωθεί από 75% στην αρχή του προγράμματος σε 50% τώρα, τονίζεται ότι δεν είναι σωστός, καθώς η φορολογική συμμόρφωση των Ελλήνων τους πρώτους εννιά μήνες του 2016 αυξήθηκε στο 81% για τους τέσσερις βασικούς φόρους, από 77% το 2015.

Τέλος, σε ό,τι αφορά το επιχείρημα του ΔΝΤ ότι η Ελλάδα πληρώνει πολύ υψηλές συντάξεις στα επίπεδα της Γερμανίας, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρέχονται από τα κράτη-μέλη στο πλαίσιο της έκθεσης του 2015 για τη γήρανση, ο μέσος όρος των συντάξεων στη Γερμανία το 2013 ήταν 1.233 ευρώ το μήνα, ενώ στην Ελλάδα ανερχόταν σε 846 ευρώ το μήνα, δηλαδή κατά 45% χαμηλότερος. Αν, δε, προστεθούν και οι παροχές του κράτους προνοίας που στην περίπτωση της Γερμανίας είναι πολλαπλάσιες από αυτές του ελληνικού κράτους, τότε η διαφορά γίνεται δυσανάλογα μεγάλη.

Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ, skai.gr