Του Χρήστου Ν. Κώνστα
Για τις αγορές χρήματος και κεφαλαίου, όπως και για τις αγορές εμπορευμάτων, δεν υπάρχει νέα χρονιά. Τα οικονομικά γεγονότα δεν ακολουθούν τη σειρά του ημερολογίου. Απλώς συμβαίνουν πολλά και οι αγορές αντιδρούν προληπτικά και απολογιστικά.
Διαβάζοντας τις αναλύσεις των μεγάλων επενδυτικών οίκων του εξωτερικού, το συμπέρασμα είναι ότι για το 2019, οι πολύ αισιόδοξοι οικονομολόγοι γίνονται μετριοπαθείς και οι απαισιόδοξοι απλώς εκπονούν διαφορετικά σενάρια πανικού.
Η χρονιά που ξεκινά σε λίγες μέρες δεν εμπνέει ενθουσιασμό ούτε στους διαχειριστές κεφαλαίων ούτε στους πολίτες και τους επενδυτές. Ο πόλεμος των δασμών, ο οικονομικός εθνικισμός, οι φόβοι για επιβράδυνση στην αμερικανική οικονομία, οι ύποπτα σιωπηλές ευρωεκλογές στη «γηραιά ήπειρο», μαζί με τα μεγάλα γεωπολιτικά γεγονότα και τη μεταναστευτική αναταραχή, έχουν δημιουργήσει ένα σκηνικό ακραίας μεταβλητότητας, τόσο στις μετοχικές αξίες όσο και στις συναλλαγματικές ισορροπίες.
Η μία μετά την άλλη οι κυβερνήσεις της Δύσης αναπροσαρμόζουν επί τα χείρω τις εκτιμήσεις για την ανάπτυξη των οικονομιών και αντιμετωπίζουν με δέος την αύξηση του κόστους χρήματος και του λειτουργικού κόστους των επιχειρήσεων.
Μέσα σ'' αυτό το διεθνές περιβάλλον, η Ελλάδα επιχειρεί τα πρώτα της βήματα στον ολισθηρό δρόμο των αγορών, χωρίς να έχει καταφέρει να διορθώσει τα λάθη που την οδήγησαν στον οκταετή μνημονιακό λαβύρινθο...
Καρυδότσουφλο η Ελλάδα στον ωκεανό των ανησυχιών
Δέκα ολόκληρα χρόνια μετά τον τεκτονικό σεισμό στο αμερικανικό χρηματοπιστωτικό σύστημα με την κατάρρευση της Lehman Brothers, που προκάλεσε ένα παγκόσμιο υφεσιακό τσουνάμι, οι κεντρικές τράπεζες του πλανήτη δείχνουν αποφασισμένες να ξαναφέρουν την ισορροπία στα επιτόκια.
Για να απορροφήσουν το χρήμα που έχουν τυπώσει αυτά τα τελευταία 10 χρόνια οι κεντρικές τράπεζες, πρέπει να ανεβάζουν συστηματικά τα βασικά τους επιτόκια. Προφανώς τον χορό της αύξησης των επιτοκίων ξεκινά η Αμερικανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα (Fed), που προσπαθεί να εξομαλύνει τη νομισματική της πολιτική και να χαλιναγωγήσει τον διαρκώς επιταχυνόμενο πληθωρισμό στην οικονομία των ΗΠΑ.
Σ'' αυτό το σκηνικό των αυξημένων επιτοκίων, τα ομόλογα δεν μπορούν πια να χρησιμοποιηθούν ως αντισταθμιστικό επενδυτικό εργαλείο. Στις συνήθως ήρεμες θάλασσες της παγκόσμιας αγοράς ομολόγων παρατηρούνται ήδη απότομες αυξήσεις των αποδόσεων και μεγάλες διακυμάνσεις τιμών.
Οι αφορμές είναι πολλές και προκύπτουν καθημερινά στις αγορές ολόκληρου του πλανήτη: Κυριαρχεί η κλιμάκωση του εμπορικού πολέμου μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας και από κοντά καταγράφονται οι απειλές από τους νέους φόρους ηλεκτρονικών πωλήσεων και από την υπερθέρμανση των αγορών εργασίας καθώς επιταχύνεται η αύξηση των μισθών.
Οι αναλυτές καταγράφουν και υπογραμμίζουν με έμφαση τα λόγια του ίδιου του Ευρωπαίου κεντρικού τραπεζίτη Μάριο Ντράγκι, ο οποίος μιλώντας από τη Φρανκφούρτη σε επίσημη συνέντευξη Τύπου παραδέχθηκε ότι τα πρόσφατα οικονομικά στοιχεία για την ευρωζώνη έχουν αποδειχθεί ασθενέστερα των προσδοκιών και, παρόλο που οι κίνδυνοι για τις προοπτικές ανάπτυξης της οικονομίας της ευρωζώνης συνεχίζουν να εκτιμώνται ως ισορροπημένοι, η ισορροπία αυτών των κινδύνων αρχίζει να γίνεται πιο «εύθραυστη κυρίως λόγω εξωτερικών παραγόντων».
Την ίδια ώρα, σε πολιτικό επίπεδο, οι άλλοτε κραταιές ηγεσίες της Ανγκελα Μέρκελ στη Γερμανία και του Εμανουέλ Μακρόν στη Γαλλία όχι μόνο αμφισβητούνται, αλλά κυρίως υποχωρούν κάτω από το βάρος του λαϊκισμού και του εθνικισμού.
Οι αγορές παρακολουθούν με δέος τις πολιτικές εξελίξεις, αλλά και το πόσο γρήγορα και απότομα ανεβαίνουν οι τιμές του πετρελαίου εξαιτίας διαφόρων απροσδόκητων γεγονότων που αμέσως οδηγούν σε υψηλότερες αποδόσεις των ομολόγων. Το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης QΕ τελείωσε.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ανακοίνωσε μια αργή και ομαλή προσγείωση στην ομαλότητα, αφού θα συνεχίσει να επανεπενδύει συντηρητικά τα κέρδη από το προηγούμενο πρόγραμμα. Επειδή όμως ήδη έχει δρομολογηθεί η αλλαγή στην ηγεσία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας οι αγορές αναζητούν μηνύματα και σημάδια για το πώς πρέπει να διαχειριστούν το τέλος της εποχής των αρνητικών και εξαιρετικά χαμηλών επιτοκίων.
Όσα επενδυτικά εργαλεία εμπεριέχουν ρίσκο γίνονται διαρκώς ακριβότερα... Οι μετοχές στην Κίνα μπήκαν ήδη σε περίοδο bear market. Οι επενδυτές εκεί ανησυχούν για την επιβράδυνση της ανάπτυξης της Κίνας εξαιτίας και των εμπορικών εντάσεων μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας. Εκτός όμως από την Κίνα, ασθενέστερη ανάπτυξη καταγράφεται στη Βραζιλία, στη Ρωσία, στην Αργεντινή, στην Τουρκία και τη Νότια Αφρική. Επιπλέον οι νομισματικές κρίσεις στην Τουρκία και την Αργεντινή προκάλεσαν επιπλέον ανησυχίες για το χρέος όλων των αναδυόμενων αγορών.
Η κρίση είναι ακόμη εδώ
Αφού έχασε για πάντα το ανοδικό τρένο της τελευταίας τετραετίας, η ελληνική οικονομία ξεκινά τη δική της διαδρομή στις διεθνείς αγορές, μέσα στην προεκλογική χρονιά του 2019 κατά τη διάρκεια της οποίας θα στηθούν 4 κάλπες. Οι αναιμικοί ρυθμοί ανάπτυξης που με δυσκολία φτάνουν το 2% (για μια μικρή οικονομία που έχασε το 35% του εισοδήματός της τα τελευταία 10 χρόνια) δεν ενθουσιάζουν. Το Χρηματιστήριο της Αθήνας έχασε το 1/4 της αξίας του μέσα στο 2018, οι τραπεζικές καταθέσεις συρρικνώνονται και το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών μειώνεται χρόνο με τον χρόνο.
Για τέταρτη συνεχόμενη χρονιά, η μέση ημερήσια αξία των συναλλαγών στο Χρηματιστήριο της Αθήνας συρρικνώθηκε. Ο αριθμός των εισηγμένων εταιρειών μειώθηκε. Από την άλλη πλευρά, είναι γεγονός ότι η οργανική κερδοφορία των εισηγμένων εταιρειών σταθεροποιήθηκε σε ικανοποιητικά επίπεδα, το πλήθος των κερδοφόρων εταιρειών προσέγγισε το 60% και οι μερισματικές αποδόσεις και εισροές των μερισμάτων ήταν οι καλύτερες από το 2010.
Οι τραπεζικές μετοχές αποδείχθηκαν για μια ακόμα χρονιά ο αδύναμος κρίκος της αγοράς, αφού παρά την επιτυχή αντιμετώπιση της υιοθέτησης των προσαρμογών των νέων διεθνών λογιστικών προτύπων (ΔΠΧΠ9), το επιτυχές τεστ αντοχής τον Μάιο, τη συνεπή μείωση των μη εξυπηρετούμενων εκθέσεων και την εξάλειψη ουσιαστικά της έκτακτης χρηματοδότησης από τον μηχανισμό ρευστότητας της Τράπεζας της Ελλάδος, οι τράπεζες δεν κατάφεραν να εμφανίσουν κάποια αξιόλογη κερδοφορία που να δημιουργήσει ενδιαφέρον για τις πολύ συμπιεσμένες αποτιμήσεις τους.
Σε μια προεκλογική χρονιά παραμερίζονται οι μεταρρυθμιστικές πολιτικές και αναδεικνύονται πλαστά διλήμματα και μεγάλες υποσχέσεις. Ο ευρωπαϊκός πολιτικός κίνδυνος παραμείνει υψηλός, με τις ευρωπαϊκές εκλογές να διεξάγονται τον Μάιο, αλλά και τις εθνικές εκλογές, που προγραμματίζονται όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε επτά κράτη μέλη μέσα στο 2019...
Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο Παρασκευής 28 Δεκεμβρίου