Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Εκατό ημέρες έμειναν για την επίσημη λήξη του τρίτου μνημονίου και η Ελλάδα ετοιμάζεται να αφήσει πίσω τα χρόνια της μιζέριας και να αναπτυχθεί με ρυθμούς που θα την επαναφέρουν ταχύτατα στην κανονικότητα και στα προ κρίσης επίπεδα.
Αυτή, βέβαια, δεν είναι η πραγματικότητα που βιώνουν οι Έλληνες πολίτες αλλά αυτή που θα ήθελε ο Αλέξης Τσίπρας. Η πραγματικότητα είναι ότι στα σχέδια της κυβέρνησης κυριαρχούν οι αυταπάτες, οι οποίες οδηγούν σε έωλες υποσχέσεις. Τα επόμενα χρόνια οι αξιολογήσεις θα είναι πολύ πιο αυστηρές αφού θα γίνονται από τις αγορές οι οποίες πλέον είναι προκατειλημμένες και θα περιμένουν το παραμικρό πισωγύρισμα για να μας «τιμωρήσουν» αυξάνοντας τα επιτόκια δανεισμού.
Στο μεταξύ, ο πρωθυπουργός θα δεσμευτεί για υψηλά πλεονάσματα μέχρι το 2022, που σημαίνει ότι το επενδυτικό σοκ που χρειάζεται η ήδη «σκασμένη» από τους φόρους οικονομία πρέπει να συμβεί… χθες, αλλιώς η ανάπτυξη θα παραμείνει κάτω από 2%.
Η οικονομία συνεχίζει να σέρνεται και σε καμία περίπτωση δεν θυμίζει ένα επί πολλά χρόνια συμπιεσμένο ελατήριο που εκτινάσσεται με ορμή. Μετά από οκτώ έτη ύφεσης και σωρευτική μείωση του ΑΕΠ πάνω από 25%, η Ελλάδα εμφάνισε για πρώτη φορά ανάπτυξη στα χρόνια του ΣΥΡΙΖΑ το 2017 και αυτή μόλις 1,4%.
Στην ουσία, ωστόσο, η οικονομία «χάνει». Και αυτό γιατί από το 2015 μέχρι σήμερα το οικονομικό επιτελείο – και συνολικά η κυβέρνηση – δεν έχει πέσει ποτέ μέσα στις προβλέψεις για την ανάπτυξη. Στις προβλέψεις βάσει των οποίων λαμβάνονται όλες οι αποφάσεις και διαμορφώνονται οι παράμετροι που καθορίζουν τις πολιτικές αποφάσεις και τις αξιολογήσεις των δανειστών.
Μόνο το 2017 η οικονομία έχασε σε σύγκριση με τους αρχικούς υπολογισμούς της κυβέρνησης περί τα 2,6 δισ. ευρώ σε όρους οικονομικής δραστηριότητας. Αν λάβουμε υπόψη τα χρόνια που βρίσκεται στην κυβέρνηση ο Αλέξης Τσίπρας, η οικονομία έχει αποτύχει να παραγάγει δραστηριότητα που ισοδυναμεί περίπου με 10 δισ. ευρώ.
Τι σημασία έχουν όλα αυτά; Το 2017 ήταν το 6ο διαδοχικό έτος που το διαθέσιμο εισόδημα ήταν χαμηλότερο της καταναλωτικής δαπάνης με αποτέλεσμα την περίοδο 2011-2017 τα νοικοκυριά να έχουν σπαταλήσει 32,9 δισ. ευρώ περισσότερα από αυτά που έβγαλαν.
Παρ'' όλα αυτά, η αφαίμαξη και οι υποσχέσεις συνεχίζονται. Από την «αποκατάσταση των αδικιών» των μνημονίων μέχρι την άρση των capital controls και την ελάφρυνση των βαρών για τους πολίτες, η κυβέρνηση διατηρεί τη στρατηγική των... εύκολων υποσχέσεων.
Για να προλάβει τις αντιδράσεις των δανειστών, η κυβέρνηση σχεδίαζε να χτίσει ένα κεφαλαιακό απόθεμα, ένα «μαξιλάρι» της τάξης των 20 δισ. ευρώ που θα αξιοποιηθεί μόνο στην περίπτωση που οι συνθήκες στις αγορές είναι απαγορευτικές για έξοδο. Θα τολμήσει να το «αγγίξει» για να καλύψει τρύπες από την μη υλοποίηση των συμφωνηθέντων;
Τον περασμένο Φεβρουάριο, το ελληνικό δημόσιο δανείστηκε 3 δισ. ευρώ με επιτόκιο 3,5% και ο αρχικός προγραμματισμός έκανε λόγο για άλλες 2 ή 3 εκδόσεις μέχρι το τέλος του προγράμματος. Σήμερα, ακόμη και αν εκταμιευθούν όλα τα κεφάλαια από το πρόγραμμα, το κεφαλαιακό «μαξιλάρι» στο οποίο στόχευε η κυβέρνηση δύσκολα θα ξεπεράσει τα 12-13 δισ. ευρώ.
Και όλα αυτά, σε προεκλογική περίοδο, αφού ακόμη και αν οι εκλογές διενεργηθούν τον Οκτώβριο του 2019, υπάρχουν τα μέτρα που έχουν ήδη ψηφιστεί για περικοπές στις συντάξεις από την ερχόμενη πρωτοχρονιά.
Οι Ευρωπαίοι γνωρίζουν ότι τα πράγματα δεν είναι ιδανικά και πως βρισκόμαστε ένα βήμα πριν τις κάλπες. Γι'' αυτό το λόγο προσπαθούν να βρουν μία φόρμουλα που θα «δένει» την ελληνική κυβέρνηση όχι μόνο με νέα και παλαιά προαπαιτούμενα – αφού πλέον θεωρείται δεδομένο ότι τα «απόνερα» από την 4η αξιολόγηση θα μας δεσμεύουν για αρκετό καιρό μετά τον Αύγουστο - αλλά και με το σχέδιο ελάφρυνσης του χρέους.
Στην ουσία, οι δανειστές προσπαθούν να δώσουν στον Έλληνα πρωθυπουργό ότι μπορούν που θα μοιάζει με «καθαρή» έξοδο, μόνο και μόνο για να μην υπάρξουν νέες αναταράξεις σε μία στιγμή που υπάρχουν και άλλα πιο σοβαρά προβλήματα (βλ. Ιταλία).
Η Ελλάδα δεν αποτελεί πια συστημικό κίνδυνο για την Ευρώπη, όμως όλοι θέλουν να απαλλαγούν από τα πολυετή προβλήματα της μικρής χώρας του ευρωπαϊκού Νότου. Έτσι, σχεδιάζεται ένα νέο πείραμα. Μία συμφωνία, δηλαδή, που δεν θα είναι επίσημο μνημόνιο – άρα δεν θα περιλαμβάνει χρηματοδότηση – αλλά θα συνοδεύεται από αυστηρές δεσμεύσεις και αξιολογήσεις.