Ένα βέλτιστο σύστημα ενέργειας θα πρέπει να διανέμει τα οφέλη του στην κοινότητα με τη μορφή του φθηνότερου ρεύματος. Το φθηνό ρεύμα είναι απαραίτητο τόσο για την επιβίωση των νοικοκυριών, όσο και για την ανάπτυξη της οικονομίας μιας χώρας. Όμως οι καταναλωτές δεν βλέπουν κανένα όφελος αλλά αντιθέτως αναζητούν φθηνότερες επιλογές θέρμανσης για να επιβιώσουν. Oι αντλίες θερμότητας γνώρισαν έτος ρεκόρ στην Ευρώπη το 2022, με τις πωλήσεις να αυξάνονται σχεδόν κατά 40%.
Η άνοδος των τιμών του φυσικού αερίου και της ηλεκτρικής ενέργειας από τις αρχές του 2021 και μετ’ έπειτα η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία τροφοδότησε αυτή την τάση, ενθαρρύνοντας τους καταναλωτές να στραφούν σε αντλίες θερμότητας, οι οποίες είναι πολύ πιο αποδοτικές από τις συμβατικές τεχνολογίες θέρμανσης.
Ο ανεπαρκής και εσπευσμένος σχεδιασμός της μετάβασης στην πράσινη ενέργεια, η οποία είναι απαραίτητη για να σώσουμε το οικοσύστημα μας, εκτόξευσε την τιμή του φυσικού αερίου από το 2021, καθώς η μη σταθερή παραγωγή των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (η αιολική και η ηλικιακή παράγουν περίπου 30% της εγκατεστημένης ισχύς τους καθώς δεν έχει συνεχώς ήλιο και άνεμο) έπρεπε να καλυφθεί από τις εισαγωγές φυσικού αερίου ή πετρελαίου.
Έτσι, η αύξηση της ζήτησης φυσικού αερίου δημιουργήθηκε από πολλές χώρες που μετέβηκαν εσπευσμένα στην πράσινη ενέργεια. Η Ε.Ε. αστόχησε να προβλέψει την αύξηση της ζήτησης φυσικού αερίου. Επιπλέον, αστόχησε στο να κατανοήσει ότι το φυσικό αέριο θα είναι απαραίτητο για να καλύπτει τα κενά της διακοπτόμενης παραγωγής ηλεκτρισμού από τις ηλιακές και αιολικές πηγές όταν δεν φυσάει άνεμος και δεν έχει ηλιοφάνεια.
Έτσι το είχε κατατάξει μέχρι τον Αύγουστο του 2022 στις μη πράσινες ενεργειακές πηγές με αποτέλεσμα τα τελευταία 15 χρόνια να αποτραπούν τεράστιες επενδύσεις που θα μπορούσαν να είχαν αυξήσει τις παραγόμενες ποσότητες ώστε να μην εκτοξευθούν οι τιμές του και να οδηγηθούν οι οικονομίες σε πληθωρισμό κόστους παραγωγής, που μαζί με τον πληθωρισμό ζήτησης λόγω υπερβάλλουσας προσφοράς χρήματος την τελευταία δεκαπενταετία, δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα διπλού πληθωρισμού που είχαμε να δούμε από το 1973, με αποτέλεσμα πολλές οικονομίες να οδηγούνται σε στασιμοπληθωρισμό, κυρίως από το 2024.
Η Ε.Ε. παρά τα 50 δισ. και πλέον, επιδοτήσεων που διέθεσε για μετάβαση στην πράσινη ενέργεια, σήμερα έχει την ακριβότερη ενέργεια στον κόσμο. Κατάφερε να επιδοτεί τις εγκαταστάσεις ΑΠΕ άμεσα ή έμμεσα αγοράζοντας σε υψηλή τιμή χονδρικής το ρεύμα, και παράλληλα να επιδοτεί και τον καταναλωτή για να αγοράσει το ακριβό ρεύμα. Οι τιμές της ενέργειας μπορούν να μειωθούν είτε με την αύξηση της παραγωγής, κυρίως του φυσικού αερίου που σήμερα αποτελεί το μεταβατικό καύσιμο προς την πράσινη ενέργεια, είτε με μείωση της ζήτησης ενέργειας λόγω ύφεσης της οικονομίας με τραγικές συνέπειες για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.
Περίπου 7 GW είναι οι ανάγκες της χώρας μας σε ενέργεια. Πέρυσι, εισήλθε στο σύστημα πάνω από 1 GW εγκατεστημένη ισχύ νέων φωτοβολταϊκών, αυξάνοντας την συνολική τους ισχύ στα 4,89 GW. Το 2021 είχαν εισέλθει 670 MW και το 2020, 420 MW. Στο εθνικό σχέδιο για την ενέργεια προβλέπεται εκτόξευση των φωτοβολταϊκών, από τα 4,89 GW σήμερα, στα 14,1 GW! Σημειωτέον ότι η ενέργεια αυτή παράγεται στιγμιαία και πρέπει να καταναλωθεί άμεσα, επίσης σήμερα δεν μπορεί να αποθηκευτεί και αν μπορέσει τα επόμενα χρόνια να αποθηκευτεί, θα αυξηθεί ακόμα περισσότερο το κόστος παραγωγής.
Άλλη μια αστοχία στην στρατηγική προς την πράσινη ενέργεια είναι η αδυναμία να κατανοηθεί πως τα υπάρχοντα δίκτυα διανομής είναι πεπερασμένα και τεχνητά, είναι σχεδόν αδύνατο να δεχτούν την συμμετοχή των ΑΠΕ σε ποσοστό πάνω από 40-50% στο συνολικό μίγμα ενέργειας.
Ο ένας λόγος είναι ότι τα δίκτυα διανομής ρεύματος είναι σχεδιασμένα να μεταφέρουν το ρεύμα από τα εργοστάσια στα σπίτια και όχι αντίστροφα όπως χρειάζεται από τα ηλιακά. Είναι μονής ροής και όχι διπλής ροής. Η τυχόν διπλή ροή θα μείωνε την δυναμικότητά τους στο μισό.
Ο άλλος λόγος είναι ότι η χώρα μας σε αντίθεση με άλλες χώρες της Ε.Ε. δεν έχει υποδομή καλωδίων για να εξάγει την επιπλέον παραγόμενη ποσότητα ενέργειας των ΑΠΕ στις γειτονικές χώρες όταν φυσάει άνεμος και έχει πλήρη ηλιοφάνεια. Τίθεται το ερώτημα ποια δίκτυα θα αντέξουν τα 14 GW ηλιακών, αν μέχρι τότε δεν έχει γεμίσει η Ελλάδα με μπαταρίες και συστήματα αποθήκευσης πράγμα το οποίο θα κάνει ακόμα πιο ακριβό το ρεύμα.
Οπότε υπήρξε αστοχία να κατανοηθεί ότι θα επηρεαστεί η ευστάθεια του δικτύου διανομής με αποτέλεσμα ο ΑΔΜΗΕ να ανακοινώνει blackout από την υπερβολική προσφορά ΑΠΕ τις ημέρες των εορτών που η ζήτηση είναι μικρή και οι ΑΠΕ δουλεύουν πολύ.
Στην Ελλάδα σήμερα η εγκατεστημένη ισχύ των ΑΠΕ αντιστοιχεί περίπου στο 40% των πηγών παραγωγής ρεύματος αλλά η πραγματική παραγωγή είναι πολύ μικρότερη ανάλογα με την ηλιοφάνεια ή τον άνεμο. Όμως για να αντιμετωπιστεί τώρα το πρόβλημα του δικτύου θα πρέπει σε περιόδους υπερπροσφοράς να σταματούν την παραγωγή κάποιες μονάδες ΑΠΕ. Αυτό μπορεί να κάνει μερικές από τις επενδύσεις σε ΑΠΕ μη βιώσιμες οι οποίες θα έχουν περαιτέρω προβλήματα με την αύξηση των επιτοκίων. Δυστυχώς, και πάλι ο καταναλωτής δεν θα έχει φθηνό ρεύμα.
Οπότε τουλάχιστον για μια εικοσαετία το φυσικό αέριο θα συνυπάρχει με τις ΑΠΕ. Αυτό θα μας δώσει το χρόνο να αξιοποιήσουμε τα ενεργειακά μας αποθέματα νοτίως της Κρήτης, στο Ιόνιο, στην Ήπειρο κλπ.
Όλα τα παραπάνω θέτουν πλέον ερωτήματα για τις επιλογές που έχουμε στο μέλλον. Θα συνεχίσουμε να επενδύουμε, τα σπάνια πλέον κεφάλαια, τα οποία έχουν και ακριβό κόστος λόγω της αύξησης των επιτοκίων, στις ανανεώσιμες πηγές που η παραγωγή τους φαίνεται να έχει κορεστεί ή να στρέψουμε ένα μέρος των κεφαλαίων στην ανάπτυξη νέων μεθόδων και νέων τεχνολογιών που θα παράγουν μηχανήματα και εξοπλισμό που καταναλώνουν λιγότερη ενέργεια και απαιτούν καύσιμα που εκπέμπουν λιγότερα καυσαέρια;
Μόνο εάν κάνουμε σοφή χρήση των περιορισμένων κεφαλαίων αξιοποιώντας τις νέες τεχνολογίες της τεχνητής νοημοσύνης, των νέων υλικών της τρισδιάστατης εκτύπωσης, της βιοτεχνολογίας κλπ., θα μπορέσει η χώρα να συμβάλει σημαντικά και μόνιμα και με βιώσιμο τρόπο στην μείωση των ρύπων. Η πυρηνική σύντηξη μπορεί να αποτελέσει την καλύτερη πιθανότητα στην αναζήτηση νέων, καθαρότερων και ασφαλέστερων πηγών ενέργειας. Αναμένεται να κάνει την εμφάνιση της περίπου το 2040.
* Ατσαλάκης Γιώργος, Οικονομολόγος, Αναπληρωτής Καθηγητής Πολυτεχνείου Κρήτης, Εργαστήριο Ανάλυσης Δεδομένων και Πρόβλεψης