Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Όταν στον υπόλοιπο κόσμο οι εργαζόμενοι βλέπουν τη φορολογική επιβάρυνση να μειώνεται, στην Ελλάδα οι φόροι γίνονται όλο και πιο δυσβάσταχτοι, σε μια πορεία που ξεκίνησε μέσα στην κρίση αλλά συνεχίστηκε με τον ίδιο ρυθμό ακόμη και το 2018. Αποτέλεσμα είναι να εμποδίζεται αφενός η μείωση της ανεργίας και αφετέρου η ενίσχυση των εισοδημάτων κυρίως για τα χαμηλότερα εισοδηματικά κλιμάκια της μεσαίας τάξης.
Σύμφωνα με όσα αναφέρει σε μελέτη της η Alpha Bank, η υπερβολική φορολογική επιβάρυνση της εργασίας επηρεάζει δυσμενώς τα ποσοστά απασχόλησης και ανεργίας εξαιτίας των στρεβλώσεων που δημιουργεί στην λειτουργία της αγοράς εργασίας. Υπό αυτήν την έννοια συνιστά ένα σημαντικό εμπόδιο για τη μείωση του ποσοστού φτώχειας.
Όπως προκύπτει από στοιχεία του ΟΟΣΑ που επικαλείται η Alpha Bank, η Ελλάδα είχε το 2018 τη 13η υψηλότερη φορολογική επιβάρυνση μεταξύ των 36 χωρών μελών του διεθνούς οργανισμού, σε σύγκριση με τη 15η θέση που κατείχε το 2017. Η αρνητική αυτή πορεία της χώρας αντανακλάται και στο γεγονός ότι η φορολογική επιβάρυνση για το μέσο εργαζόμενο στην Ελλάδα αυξήθηκε οριακά κατά 0,1 ποσοστιαίες μονάδες το 2018, στο 40,9%.
Παρά, λοιπόν, τις θυσίες των πολιτών και την άνευ προηγουμένου δημοσιονομική προσαρμογή η κυβέρνηση δεν έχει λάβει τα απαραίτητα μέτρα για την ελάφρυνση του φορολογικού βάρους και κατά συνέπεια τη μείωση του μη-μισθολογικού κόστους εργασίας. Όπως μάλιστα επισημαίνει η ΤτΕ, μια μόνιμη ελάφρυνση του φορολογικού βάρους στην εργασία ανά νοικοκυριό θα επιφέρει - ceteris paribus - μόνιμο θετικό αποτέλεσμα στην οικονομική δραστηριότητα της χώρας.
Επομένως, για να επιτευχθεί η πολυπόθητη ενίσχυση της ανάπτυξης και να περιοριστεί ο κίνδυνος φτώχειας, είναι προαπαιτούμενο να μειωθούν οι φόροι. Η μείωση του φορολογικού βάρους οδηγεί αφενός σε ενδυνάμωση των κινήτρων των εργαζομένων και των επιχειρήσεων και αφετέρου στην ενίσχυση των επενδυτικών κινήτρων.
Σύμφωνα με τον ορισμό του ΟΟΣΑ, η φορολογική επιβάρυνση ορίζεται ως το άθροισμα μεταξύ των φόρων και των εισφορών που καταβάλλονται τόσο από το μέσο εργαζόμενο χωρίς παιδιά (ώστε να μην συμπεριλαμβάνονται τυχόν επιδόματα), όσο και από τον εργοδότη (συνολικό κόστος εργασίας), ως ποσοστό του συνολικού κόστους εργασίας. Στο γράφημα που ακολουθεί παρουσιάζεται το μη-μισθολογικό κόστος εργασίας ως ποσοστό του συνολικού κόστους εργασίας για το 2010, το 2017 και το 2018 (tax wedge).
Αν εξαιρέσουμε την περίπτωση της Ιταλίας, η οποία φαίνεται να έχει την υψηλότερη φορολογική επιβάρυνση διαχρονικά τόσο μεταξύ των χωρών του ευρωπαϊκού Νότου, όσο και μεταξύ του συνόλου των χωρών του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα βρίσκεται σε υψηλό επίπεδο. Οι υπόλοιπες χώρες του Νότου φαίνεται να διατηρούν και αυτές υψηλά ποσοστά, μεγαλύτερα από εκείνα του μέσου όρου του ΟΟΣΑ.
Όπως σημειώνεται στο Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της Alpha Bank, η μέση φορολογική επιβάρυνση στο σύνολο του ΟΟΣΑ ήταν 36,1% το 2018, μειωμένη οριακά σε σχέση με το 2017. Επιπροσθέτως, η φορολογική επιβάρυνση για το μέσο εργαζόμενο μεταξύ 2000 και 2018 αυξήθηκε κατά 2,1%, στο 40,9% όταν για την ίδια περίοδο, η μέση φορολογική επιβάρυνση στον ΟΟΣΑ μειώθηκε κατά 1,3 ποσοστιαίες μονάδες, στο 36,1%.
Η Alpha Bank κάνει επίσης λόγο για υψηλό ποσοστό νοικοκυριών σε κίνδυνο φτώχειας, γεγονός που έχει σημαντικές κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες.
Συγκεκριμένα:
1.Αυξάνεται το ποσοστό των νοικοκυριών που δεν πληρώνει δάνεια και άλλες υποχρεώσεις. Σύμφωνα με τη σχετική ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ για την υλική υστέρηση και τις συνθήκες διαβίωσης των νοικοκυρών για το 2017, τα ποσοστά των φτωχών νοικοκυριών τα οποία δυσκολεύονται να αποπληρώσουν έγκαιρα τις δόσεις των πιστωτικών καρτών και των δανείων τους, των πάγιων λογαριασμών και των ενοικίων για την κατοικία ή την δόση του στεγαστικού τους δανείου ανέρχονται στο 71,2%, 56,5% και 53% του συνόλου αντίστοιχα. Τα εν λόγω ποσοστά είναι σημαντικά χαμηλότερα ωστόσο σε σχέση με το 2016 (85%, 62,3% και 63,4% αντίστοιχα).
2. Τίθενται σε κίνδυνο οι δημοσιονομικοί στόχοι καθώς τα νοικοκυριά αδυνατούν να πληρώσουν τους δυσβάσταχτους φόρους, ενώ ταυτόχρονα συσσωρεύονται οι εκκρεμείς υποχρεώσεις των ιδιωτών προς το δημόσιο.
3.Εμποδίζεται η ανάπτυξη της οικονομίας καθώς συνεχίζεται και αυξάνεται το brain drain, η φυγή δηλαδή εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού στο εξωτερικό.
4.Μεγάλο μέρος των φτωχότερων νοικοκυριών αδυνατεί να χρηματοδοτήσει τα έξοδα σπουδών εκτός του τόπου κατοικίας με αποτέλεσμα να οδηγούμαστε σε υποεπένδυση σε ανθρώπινο κεφάλαιο.
5.Απειλείται η κοινωνική συνοχή καθώς συντηρούνται οι κοινωνικές ανισότητες και το ποσοστό φτώχειας, σε συνδυασμό με την μακροχρόνια ανεργία και την υψηλή ανεργία των νέων.