Ο σάλος που ξέσπασε μετά την ανακοίνωση της efood σχετικά με την προσπάθεια για την αλλαγή του εργασιακού καθεστώτος 115 εργαζομένων από εξηρτημένη σχέση εργασία σε ανεξάρτητη συνεργασία, δεν λέει να κοπάσει. Η εταιρεία κάλεσε τους εργαζόμενους με σχέση ορισμένου χρόνου, των οποίων έληγαν οι συμβάσεις, να συμφωνήσουν σε μια συνεργασία βασισμένη στο freelancing, δηλαδή στην ανεξάρτητη συνεργασία.
Μετά από την έκρηξη που εκδηλώθηκε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και από τις πρωτοφανείς διαστάσεις που άρχισαν να λαμβάνουν οι αντιδράσεις ακτιβισμού κατά της εταιρείας, η efood προχώρησε σε διορθωτική δήλωση που προσπαθούσε να βάλει πίσω το πώμα στο στόμιο του δοχείου, μέσα από το οποίο βγήκε ένα τζίνι που κουμαντάρεται δύσκολα.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, τα κριτήρια για τη διάκριση μεταξύ των «εργαζομένων» και των «αυτοαπασχολούμενων» (ελευθέρων επαγγελματιών - freelancers), για επαγγέλματα που σχετίζονται με ψηφιακές πλατφόρμες και παροχή υπηρεσιών, έχουν τεθεί από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, αναγνωρίζονται δύο τρόποι συνεργασίας των παρόχων υπηρεσιών με τις πλατφόρμες: συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ή ανεξάρτητων υπηρεσιών/ έργου.
Επίσης, θεσπίζονται τέσσερις συγκεκριμένες προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν προκειμένου να τεκμαίρεται ότι η σύμβαση μεταξύ πλατφόρμας και παρόχου υπηρεσιών δεν είναι εξαρτημένης εργασίας.
Οι προϋποθέσεις αυτές είναι:
α) ο πάροχος να χρησιμοποιεί υπεργολάβους,
β) ο υπεργολάβος να επιλέγει τα έργα που αναλαμβάνει,
γ) ο υπεργολάβος να παρέχει τις υπηρεσίες του σε οποιονδήποτε τρίτο και σε ανταγωνιστές της ψηφιακής πλατφόρμας και
δ) να καθορίζει ο ίδιος τον χρόνο παροχής των υπηρεσιών του, προσαρμόζοντάς τον στις προσωπικές του ανάγκες.
Αν δεν συντρέχουν αυτές οι προϋποθέσεις, τότε τεκμαίρεται ότι η σύμβαση μεταξύ της ψηφιακής πλατφόρμας και του παρόχου υπηρεσιών είναι εξαρτημένης εργασίας.
Αυτά όσον αφορά το νομοθετικό πλαίσιο που διέπει τις εργασιακές σχέσεις στις ψηφιακές πλατφόρμες.
Οι αντιδράσεις της Αριστεράς και των σωματείων απέδειξαν για μια ακόμα φορά ότι ούτε αντιλαμβάνονται την πορεία των πραγμάτων, ούτε μπορούν να αναλύσουν την ψηφιακή οικονομία, αλλά ούτε μπορούν να διαχειριστούν τις επιπτώσεις από τις μεταβολές που επιφέρει η gig economy, όπως αναφέραμε στο χθεσινό άρθρο με τίτλο: «Τα δικαιώματα των εργαζομένων πρέπει να είναι σεβαστά».
Άλλωστε, όλοι θυμόμαστε τις παλαιότερες συντονισμένες αντιδράσεις των ακροδεξιών και αριστερών ορδών απέναντι στην Taxibeat, που οδήγησε και στους πολιτικούς εναγκαλισμούς ανάμεσα σε στελέχη της λεγόμενης «λαϊκής», αλλά σκοταδιστικής δεξιάς και στην ηγετική ομάδα του Σύριζα.
Έτσι η αντιπολίτευση, αντί να καταγγείλει ως παράνομη την κίνηση της efood, προτίμησε να τη θεωρήσει νόμιμη και να την εντάξει μάλιστα στα «δώρα» που προσέφερε δήθεν ο νόμος Χατζηδάκη, στην «εργοδοσία». Σχετικά είχαμε αναφερθεί στο άρθρο με τίτλο «ΣΥΡΙΖΑ: Ο ταχυδιανομέας των fake news».
Από την άλλη πλευρά, ορισμένοι υπερασπιστές της οικονομικής ελευθερίας και του δήθεν φιλελευθερισμού επικροτούν τη στάση της εταιρίας, διότι με αυτόν τον τρόπο εκτιμούν ότι ερμηνεύουν τον καπιταλισμό, τον ανταγωνισμό και την ελεύθερη αγορά. Είναι όμως αυτό ελεύθερη αγορά ή καπιταλισμός;
Σε μια απολύτως στρεβλωμένη αγορά, αποτελεί υπεράσπιση του καπιταλισμού το να ισχυρίζονται κάποιοι ότι οι ταχυδιανομείς είναι ελεύθεροι επαγγελματίες, που έχουν μάλιστα τη δυνατότητα να προσφέρουν ανταγωνιστικές υπηρεσίες; Είναι δείγμα οικονομικής ελευθερίας, η αντιμετώπιση των πιο ανειδίκευτων εργαζομένων σαν να είναι υπεργολάβοι;
Αν ανοίξουμε μια εφημερίδα με μικρές αγγελίες, ή σερφάρουμε σε ιστοσελίδες αγγελιών εργασίας, οι μόνες θέσεις που προσφέρονται για απασχόληση είναι αυτές των ταχυδιανομέων και των εργαζομένων στα τηλεφωνικά κέντρα πωλήσεων ή υποστήριξης, τα λεγόμενα call centers. Πόσο βαθιά ανήθικος μπορεί να είναι κάποιος για να θεωρήσει αυτήν την εικόνα, εικόνα καπιταλιστικής οικονομίας;
Ακόμα και ο πιο καλοπροαίρετος αναγνώστης θα μπορούσε να ρωτήσει μετά από αυτήν την επιχειρηματολογία: Και ποιος μπορεί να επέμβει; Μα καλά μπορεί το κράτος να παρέμβει στην αγορά εργασίας; Πάλι για κρατική προστασία μιλάτε;
Ασφαλώς το κράτος δεν μπορεί να παρέμβει και να επηρεάσει άμεσα την αγορά εργασίας. Μπορεί όμως μέσα από ένα αναπτυξιακό περιβάλλον, σε μια γνήσια ανοικτή και ελεύθερη οικονομία, να επιτρέψει στις εταιρείες να μεγεθυνθούν και να δημιουργήσουν αξιοπρεπείς και καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας. Και οι ιστοσελίδες και οι εφημερίδες να γεμίσουν με αγγελίες θέσεων εργασίας που θα ζητούν εξειδικεύσεις, δεξιότητες και υψηλά προσόντα. Και όχι απαξιωμένες θέσεις, όπως γίνεται σήμερα, που ωστόσο βλέπουμε ότι είναι περιζήτητες.
Εκεί που μπορεί και οφείλει να παρεμβαίνει το κράτος είναι στο να εξομαλύνει τις στρεβλώσεις και να διορθώνει τις αδικίες. Μπορεί ο ψηφιακός μετασχηματισμός, η gig economy και η οικονομία των πλατφορμών να οδηγούν τον κόσμο στο αύριο, όμως η προστασία των αδυνάτων και η νομική θωράκιση των εργασιακών δικαιωμάτων πρέπει να αποτελέσει άμεση προτεραιότητα. Η οικονομική ελευθερία και οι ευκαιρίες δεν μπορούν να λειτουργήσουν μέσα σε καθεστώς απελπισίας για τους εργαζόμενους και αποκλεισμού για όσους αναζητούν εργασία. Ειδικά σήμερα, που ο ψηφιακός μετασχηματισμός διαγράφει σε μηδενικό χρόνο χιλιάδες θέσεις εργασίας και μεταλλάσσει καταλυτικά άλλες τόσες.