Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Η είδηση ότι οι αμερικανικές Αρχές απέρριψαν τα σχέδια ανάκαμψης και εξυγίανσης (τεχνικός όρος για τις γνωστές και ως «διαθήκες ζωής») πέντε εκ των μεγαλύτερων τραπεζών του κόσμου, επανέφερε στο προσκήνιο τις ανησυχίες για την κατάσταση... της υγείας του τραπεζικού κλάδου. Δείχνει παράλληλα την πρόθεση των ρυθμιστικών αρχών να θέσουν αυστηρά όρια για να περιορίσουν το βαθμό μετάδοσης μίας τραπεζικής κατάρρευσης σε μελλοντικές κρίσεις.
Χθες, ήταν η σειρά της επικεφαλής του Ενιαίου Μηχανισμού Εποπτείας (SSM) της ΕΚΤ, Daniele Nouy, να ανεβάσει τους τόνους, δηλώνοντας ότι πολλές τράπεζες της Ευρωζώνης δεν πληρούν τα κριτήρια ρευστότητας που έχουν τεθεί στο πλαίσιο της τραπεζικής ενοποίησης.
Στις ΗΠΑ, οι «διαθήκες ζωής» αποτελούσαν μέρος του νόμου για τη μεταρρύθμιση του χρηματοπιστωτικού κλάδου που έμεινε γνωστός ως νόμος Dodd-Frank. Οκτώ χρόνια μετά, από τους 8 «συστημικά σημαντικούς» τραπεζικούς ομίλους των ΗΠΑ, οι 7 «κόπηκαν» από τουλάχιστον μία αρμόδια υπηρεσία (Federal Reserve και FDIC), με την Citigroup να είναι η μοναδική που πέρασε με επιτυχία – αν και με... αστερίσκους – τον έλεγχο και των δύο αρχών. Τα σχέδια θα εξεταστούν εκ νέου αργότερα μέσα στο χρόνο.
Η ανάγκη για τον σχεδιασμό έκτακτης ανάγκης προκύπτει από το γεγονός ότι από το 2008 μέχρι σήμερα εκτιμάται ότι έχουν δαπανηθεί πάνω από 1 τρισ. ευρώ για την ενίσχυση και διάσωση των αμερικανικών και ευρωπαϊκών τραπεζών στον απόηχο της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Και επειδή υπάρχει πάντα ο κίνδυνος της... συλλογικής αμνησίας και της επανάληψης φαινομένων που οδήγησαν στην κρίση, οι αρχές θέλουν να διασφαλίσουν ότι τα αρνητικά σενάρια που υιοθετούν οι τράπεζες στον σχεδιασμό τους είναι τα κατάλληλα.
Δεν είναι μόνο οι ΗΠΑ που περνούν από κόσκινο τις τράπεζες. Ανάλογες πρωτοβουλίες έχουν ληφθεί και στην Ευρώπη, αρχικά για 39 τράπεζες υπό τις οδηγίες του Συμβουλίου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (FSB) και στη συνέχεια στο πλαίσιο των διαδικασιών για την τραπεζική ενοποίηση. Οι ενέργειες επιταχύνονται με την πλήρη εφαρμογή της οδηγίας BRRD για το bail-in, από την 1η Ιανουαρίου του 2016.
Σύμφωνα με την Οδηγία, όλες οι τράπεζες στην Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλουν να εκπονούν τα δικά τους σχέδια ανάκαμψης και να τα επικαιροποιούν σε ετήσια βάση. Στα σχέδια πρέπει να περιλαμβάνονται μέτρα που θα λαμβάνουν οι τράπεζες σε περίπτωση που σημειωθεί σοβαρή επιδείνωση της κατάστασής τους. Από την πλευρά τους, οι εθνικές αρχές εξυγίανσης πρέπει να καταρτίζουν σχέδια εξυγίανσης για κάθε τράπεζα. Τα συγκεκριμένα σχέδια καθορίζουν τα μέτρα που θα ληφθούν σε περίπτωση που απαιτηθεί εξυγίανση.
Σε αυτό το πλαίσιο και οι ελληνικές τράπεζες... γράφουν τα δικά τους σχέδια ανάκαμψης και εξυγίανσης, ακολουθώντας την ευρωπαϊκή οδηγία. Όμως, με δεδομένο ότι εγχώριοι όμιλοι έχουν περάσει από τις «συμπληγάδες» των ευρωπαϊκών stress tests και προχωρούν στην υλοποίηση των σχεδίων αναδιάρθρωσης, περιορίζοντας σημαντικά τις μη αμιγώς τραπεζικές τους δραστηριότητες και την παρουσία τους στο εξωτερικό, έχουν θεωρητικά πιο εύκολο έργο.
Ο μεγάλος «γρίφος» παραμένει η πορεία της ελληνικής οικονομίας, καθώς όσο δεν επιστρέφει σε τροχιά ανάκαμψης τόσο δυσκολεύει η επίτευξη των επιχειρησιακών στόχων, κάτι που έχει αποδειχθεί από την αναθεώρηση των σχεδίων αναδιάρθρωσης λόγω της επιδείνωσης των συνθηκών.
Οι ευρωπαϊκές απαιτήσεις
Στα τέλη Μαρτίου 2016, η Κομισιόν εξέδωσε ένα συμπληρωματικό προς την Οδηγία 2014/59/EU πλαίσιο κανόνων που οριοθετεί τα εν λόγω σχέδια. Απαιτεί από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να διαθέτουν σχέδια ανάκαμψης που θα περιγράφουν τα μέτρα για την αποκατάσταση της οικονομικής τους κατάστασης. Σύμφωνα με την οδηγία, «τα σχέδια πρέπει να είναι λεπτομερή και να βασίζονται σε ρεαλιστικές υποθέσεις για μία σειρά εξαιρετικά δυσμενών σεναρίων».
Η στρατηγική ανάλυση των σχεδίων θα περιλαμβάνει: α) περιγραφή του ομίλου, των βασικών του δραστηριοτήτων και των σημαντικότερων λειτουργιών καθώς και της εσωτερικής και εξωτερικής διασυνδεσιμότητας, β) συγκεκριμένες επιλογές ανάκαμψης που θα είναι σχεδιασμένες για να ανταποκριθούν στα δυσμενή σενάρια, λαμβάνοντας υπόψη τις πηγές χρηματοδότησης της τράπεζας και γ) αξιολόγηση των επιπτώσεων και του πόσο εφικτές είναι οι επιλογές αυτές.
Παράλληλα, τα σχέδια θα πρέπει να περιέχουν πληροφορίες για την εταιρική διακυβέρνηση, ένα πλάνο επικοινωνίας, περιγραφή προπαρασεκυαστικών μέτρων και της εσωτερικής διαδικασίας λήψης αποφάσεων και δείκτες που ενεργοποιούν την εν λόγω διαδικασία για να διασφαλιστεί η έγκαιρη αντιμετώπιση της επιδείνωσης.
«Ανάβει» η συζήτηση για τις αμερικανικές τράπεζες
Όσο... μακάβριο και αν ακούγεται, λοιπόν, οι ρυθμιστικές Αρχές απαιτούν από τις μεγαλύτερες τράπεζες του κόσμου να προβούν σε ασκήσεις προσομοίωσης για το ενδεχόμενο κατάρρευσης και να λάβουν μέτρα για να αντιμετωπίσουν οποιαδήποτε μελλοντική κρίση με τρόπο αποτελεσματικό. Να επιβιώσουν, δηλαδή, ή να οδηγηθούν σε εκκαθάριση χωρίς να χρειαστεί να διασωθούν από τους φορολογούμενους και χωρίς να υπάρξουν εκτεταμένες συνέπειες για τον ευρύτερο χρηματοπιστωτικό κλάδο.
Σημειώνεται ότι μέσω του προγράμματος αποκατάστασης προβληματικών στοιχείων ενεργητικού (TARP) το οποίο αναγκάστηκε να εφαρμόσει η αμερικανική κυβέρνηση, 956 νομικά πρόσωπα έλαβαν 431 δισ. δολάρια.
Με αφορμή την απόφαση της Fed και του Ομοσπονδιακού Οργανισμού Ασφάλισης Καταθέσεων (FDIC), στις ΗΠΑ έχει ανοίξει η συζήτηση για το πόσο μπορούν οι ρυθμιστικές αρχές να λειτουργήσουν παρεμβατικά και να αποφασίσουν τη διάσπαση των μεγαλύτερων τραπεζών. Την περασμένη Πέμπτη η Χίλαρι Κλίντον αναφέρθηκε στο θέμα, δηλώνοντας ότι θα προχωρήσει στη διάσπαση των τραπεζών των οποίων οι «διαθήκες ζωής» δεν είναι αρκετά αξιόπιστες.
Η υποψήφια για το χρίσμα των Δημοκρατικών πρόσθεσε ότι θα αναθέσει την αποστολή αυτή σε στελέχη που... έχουν τα κότσια να αποφασίσουν τη διάσπαση μίας τράπεζας, τονίζοντας ότι καμία τράπεζα δεν είναι «πολύ μεγάλη για να χρεοκοπήσει» και κανένα τραπεζικό στέλεχος δεν είναι πολύ ισχυρό για να μην φυλακιστεί.
Οι προεκλογικές υποσχέσεις της Κλίντον είναι βαρύγδουπες και δείχνουν ότι οι προβλέψεις των ίδιων των τραπεζών για τη ρευστότητά τους και για το πόσο εύκολα ρευστοποιήσιμα είναι τα στοιχεία ενεργητικού που διαθέτουν αμφισβητούνται από τις αρχές. Όμως αναλυτές εκτιμούν ότι δεν θα είναι καθόλου εύκολο να ληφθεί «πολιτική» απόφαση για τη διάσπαση μίας τράπεζας, εξαιτίας των σημαντικών νομικών εμποδίων.