Του Βασίλη Γεώργα
Το βαθύ κάθισμα που προκλήθηκε στην εύθραυστη ανάκαμψη της οικονομίας από τις μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις με τους δανειστές και τις παλινωδίες του 2015, έκοψε τα πόδια στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που επιβίωσαν της κρίσης και λειτούργησαν ως ατμομηχανές στην αύξηση της απασχόλησης, ενώ η μεγαλύτερη ευελιξία που προωθείται πλέον στις εργασιακές σχέσεις ανοίγει διάπλατα το δρόμο για μειώσεις μισθών αντί για νέες απολύσεις.
Το «στρατηγικό λάθος» που έγινε μετά το 2014 από τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις ήταν ότι πολλές εταιρείες και ειδικά οι περισσότερο καινοτόμες και εξωστρεφείς, έσπευσαν να προεξοφλήσουν ως μόνιμο και διατηρήσιμο το γύρισμα της οικονομίας σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης αυξάνοντας την απασχόληση, με αποτέλεσμα να βρεθούν στη συνέχεια και μέχρι σήμερα αντιμέτωπες με ένα εργασιακό κόστος που ανεβαίνει ενώ τα έσοδά τους εξακολουθούν να συρρικνώνονται.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία χθεσινής μελέτης της Εθνικής Τράπεζας, ενώ η μέση απασχόληση ανά εταιρεία σε ότι αφορά στις ΜμΕ αυξήθηκε κατά 3% την περίοδο 2012-2015 και 7% σε όρους μισθωτής εργασίας, εντούτοις ο ρυθμός υποχώρησης των πωλήσεων είναι πολύ μεγαλύτερος (13%) με αποτέλεσμα πλέον το επιπλέον κόστος της πρόωρης «προεξόφλησης» της ανάπτυξης και των προσλήψεων που έγιναν, να μετακυλίεται από τις επιχειρήσεις στους εργαζόμενους.
«Το μισθολογικό κόστος ως ποσοστό των πωλήσεων ανήλθε στο 14,5% το 2015 από ένα σχεδόν σταθερό επίπεδο κοντά στο 12% κατά τη διάρκεια της έντονης πτώσης της οικονομικής δραστηριότητας την περίοδο 2007-2012. Η αύξηση της απασχόλησης πριν την αύξηση των πωλήσεων μπορεί να ερμηνευτεί ως λειτουργική προετοιμασία των ΜμΕ για επικείμενη άνοδο της ζήτησης, η οποία αποδείχθηκε πρόωρη λόγω αρνητικών εκπλήξεων οικονομικής συγκυρίας σε σχέση με τις επιχειρηματικές προσδοκίες», αναφέρεται χαρακτηριστικά στην έκθεση της Εθνικής Τράπεζας.
Το ισχυρότερο πλήγμα από αυτό το πισωγύρισμα στην ανάπτυξη που άρχισε να καταγράφεται από το 2014, δέχθηκε ο πιο δυναμικός τομέας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, εκείνες δηλαδή που είναι εξαγωγικές και περισσότερο καινοτόμες και οι οποίες σήμερα αντιπροσωπεύουν το 40% του συνόλου των ΜμΕ. Για αυτές τις επιχειρήσεις τις οποίες η κυβέρνηση με κάθε ευκαιρία τονίζει ότι έχει θέσει στην αιχμή των προτεραιοτήτων της, η μέση μισθωτή απασχόληση αυξήθηκε κατά 25% την τελευταία τριετία, με τις μισές μάλιστα να δηλώνουν πρόθυμες να αυξήσουν τις θέσεις εργασίας και το 2017, υπό τις προσδοκίες επιστροφής σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης.
Το θέμα είναι ότι και ανάπτυξη να έρθει, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις και πολύ περισσότερο οι μεγαλύτερες, δεν θα τη μετουσιώσουν γρήγορα σε περαιτέρω αύξηση της απασχόλησης ή σε αυξήσεις αποδοχών. Αντίθετα, μπορεί απολύσεις να μην γίνουν εφόσον αποδειχθεί ότι όντως τα πράγματα δεν χειροτερέψουν πολύ περισσότερο, αλλά οι επιχειρήσεις θα κάνουν «κράτει» στις προσλήψεις, θα μειώσουν αποδοχές ή θα επεκτείνουν περισσότερο τις χαμηλά αμειβόμενες ελαστικές μορφές απασχόλησης μέχρι να δουν τον τζίρο τους να ανακάμπτει ώστε να ισοφαρίσουν τις απώλειες της τελευταίας διετίας-τριετίας και τις νέες φορολογικές επιβαρύνσεις που φορτώθηκαν. Ήδη σύμφωνα με τα σωρευτικά στοιχεία της κρίσης που διέρχεται η οικονομία την τελευταία επταετία, η μείωση της απασχόλησης προέκυψε αποκλειστικά από θέσεις πλήρους απασχόλησης καθώς οι θέσεις μερικής απασχόλησης αυξήθηκαν σε 340.000 το 2015 από 260.000 το 2008 και 170.000 το 2001, καλύπτοντας πλέον το 9,5% της απασχόλησης από 4,1% το 2008.
Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις το 2017 ακόμη κι αν σημειωθούν θετικοί ρυθμοί ανάπτυξης και αύξηση της απασχόλησης, θα είναι τελικά έτος περαιτέρω συμπίεσης του μισθολογικού κόστους καθώς οι αποδοχές θα βρεθούν ανάμεσα στις συμπληγάδες των νέων πιέσεων που κατά την Εθνική Τράπεζα, καταγράφονται στον μέσο μισθό και στην αξιοποίηση των ελαστικών μορφών εργασίας που αναμένεται να ενταθούν ακόμη περισσότερο την επόμενη χρονιά.